Ancient Greek-English Dictionary Language

συναποκάμνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συναποκάμνω συναποκαμοῦμαι

Structure: συν (Prefix) + ἀπο (Prefix) + κάμν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to cease from weariness together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναποκάμνω συναποκάμνεις συναποκάμνει
Dual συναποκάμνετον συναποκάμνετον
Plural συναποκάμνομεν συναποκάμνετε συναποκάμνουσιν*
SubjunctiveSingular συναποκάμνω συναποκάμνῃς συναποκάμνῃ
Dual συναποκάμνητον συναποκάμνητον
Plural συναποκάμνωμεν συναποκάμνητε συναποκάμνωσιν*
OptativeSingular συναποκάμνοιμι συναποκάμνοις συναποκάμνοι
Dual συναποκάμνοιτον συναποκαμνοίτην
Plural συναποκάμνοιμεν συναποκάμνοιτε συναποκάμνοιεν
ImperativeSingular συναποκάμνε συναποκαμνέτω
Dual συναποκάμνετον συναποκαμνέτων
Plural συναποκάμνετε συναποκαμνόντων, συναποκαμνέτωσαν
Infinitive συναποκάμνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συναποκαμνων συναποκαμνοντος συναποκαμνουσα συναποκαμνουσης συναποκαμνον συναποκαμνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναποκάμνομαι συναποκάμνει, συναποκάμνῃ συναποκάμνεται
Dual συναποκάμνεσθον συναποκάμνεσθον
Plural συναποκαμνόμεθα συναποκάμνεσθε συναποκάμνονται
SubjunctiveSingular συναποκάμνωμαι συναποκάμνῃ συναποκάμνηται
Dual συναποκάμνησθον συναποκάμνησθον
Plural συναποκαμνώμεθα συναποκάμνησθε συναποκάμνωνται
OptativeSingular συναποκαμνοίμην συναποκάμνοιο συναποκάμνοιτο
Dual συναποκάμνοισθον συναποκαμνοίσθην
Plural συναποκαμνοίμεθα συναποκάμνοισθε συναποκάμνοιντο
ImperativeSingular συναποκάμνου συναποκαμνέσθω
Dual συναποκάμνεσθον συναποκαμνέσθων
Plural συναποκάμνεσθε συναποκαμνέσθων, συναποκαμνέσθωσαν
Infinitive συναποκάμνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συναποκαμνομενος συναποκαμνομενου συναποκαμνομενη συναποκαμνομενης συναποκαμνομενον συναποκαμνομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION