Ancient Greek-English Dictionary Language

συναποδιδράσκω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συναποδιδράσκω

Structure: συν (Prefix) + ἀπο (Prefix) + διδράσκ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to run away along with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναποδιδράσκω συναποδιδράσκεις συναποδιδράσκει
Dual συναποδιδράσκετον συναποδιδράσκετον
Plural συναποδιδράσκομεν συναποδιδράσκετε συναποδιδράσκουσιν*
SubjunctiveSingular συναποδιδράσκω συναποδιδράσκῃς συναποδιδράσκῃ
Dual συναποδιδράσκητον συναποδιδράσκητον
Plural συναποδιδράσκωμεν συναποδιδράσκητε συναποδιδράσκωσιν*
OptativeSingular συναποδιδράσκοιμι συναποδιδράσκοις συναποδιδράσκοι
Dual συναποδιδράσκοιτον συναποδιδρασκοίτην
Plural συναποδιδράσκοιμεν συναποδιδράσκοιτε συναποδιδράσκοιεν
ImperativeSingular συναποδίδρασκε συναποδιδρασκέτω
Dual συναποδιδράσκετον συναποδιδρασκέτων
Plural συναποδιδράσκετε συναποδιδρασκόντων, συναποδιδρασκέτωσαν
Infinitive συναποδιδράσκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συναποδιδρασκων συναποδιδρασκοντος συναποδιδρασκουσα συναποδιδρασκουσης συναποδιδρασκον συναποδιδρασκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συναποδιδράσκομαι συναποδιδράσκει, συναποδιδράσκῃ συναποδιδράσκεται
Dual συναποδιδράσκεσθον συναποδιδράσκεσθον
Plural συναποδιδρασκόμεθα συναποδιδράσκεσθε συναποδιδράσκονται
SubjunctiveSingular συναποδιδράσκωμαι συναποδιδράσκῃ συναποδιδράσκηται
Dual συναποδιδράσκησθον συναποδιδράσκησθον
Plural συναποδιδρασκώμεθα συναποδιδράσκησθε συναποδιδράσκωνται
OptativeSingular συναποδιδρασκοίμην συναποδιδράσκοιο συναποδιδράσκοιτο
Dual συναποδιδράσκοισθον συναποδιδρασκοίσθην
Plural συναποδιδρασκοίμεθα συναποδιδράσκοισθε συναποδιδράσκοιντο
ImperativeSingular συναποδιδράσκου συναποδιδρασκέσθω
Dual συναποδιδράσκεσθον συναποδιδρασκέσθων
Plural συναποδιδράσκεσθε συναποδιδρασκέσθων, συναποδιδρασκέσθωσαν
Infinitive συναποδιδράσκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συναποδιδρασκομενος συναποδιδρασκομενου συναποδιδρασκομενη συναποδιδρασκομενης συναποδιδρασκομενον συναποδιδρασκομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to run away along with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION