συνακολουθέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συνακολουθέω
συνακολουθήσω
Structure:
συν
(Prefix)
+
ἀκολουθέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow closely, to accompany
- to follow, completely
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὅσοι γοῦν κατὰ τύχην παρῆσαν Ἰβήρων καὶ Λιγύων καὶ Μακεδόνων, οἱ μὲν ἰσχυροὶ τὰ σώματα καὶ νέοι διαλαβόντεσ τὸ λέχοσ ὑπέδυσαν καὶ παρεκόμιζον, οἱ δὲ πρεσβύτεροι συνηκολούθουν ἀνακαλούμενοι τὸν Αἰμίλιον εὐεργέτην καὶ σωτῆρα τῶν πατρίδων, οὐ γὰρ μόνον ἐν οἷσ ἐκράτησε καιροῖσ ἠπίωσ πᾶσι καὶ φιλανθρώπωσ ἀπηλλάγη χρησάμενοσ, ἀλλὰ καὶ παρὰ πάντα τὸν λοιπὸν βίον ἀεί τι πράττων ἀγαθὸν αὐτοῖσ καὶ κηδόμενοσ ὥσπερ οἰκείων καὶ συγγενῶν διετέλεσε. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 39 4:2)
- ἐκ δὲ τούτου παρῆν εἰσ τὴν Λακωνικὴν ὁ Ἐπαμεινώνδασ μετὰ τῶν συμμάχων, οὐκ ἐλάττονασ ἔχων τετρακισμυρίων ὁπλιτῶν, πολλοὶ δὲ καὶ ψιλοὶ καὶ ἄνοπλοι πρὸσ ἁρπαγὴν συνηκολούθουν, ὥστε μυριάδασ ἑπτὰ τοῦ σύμπαντοσ ὄχλου συνεισβαλεῖν εἰσ τὴν Λακωνικήν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 31 1:1)
- ᾔδει δὴ σαφῶσ, οἶμαι, τοῦθ’ ὅτι νῦν, ἡνίκ’ ἐστασίαζε μὲν αὐτῷ τὰ Θετταλῶν, καὶ Φεραῖοι πρῶτον οὐ συνηκολούθουν, ἐκρατοῦντο δὲ Θηβαῖοι καὶ μάχην ἥττηντο καὶ τρόπαιον ἀπ’ αὐτῶν εἱστήκει, οὐκ ἔνεστι παρελθεῖν, εἰ βοηθήσεθ’ ὑμεῖσ, οὐδ’, ἂν ἐπιχειρῇ, χαιρήσει, εἰ μή τισ τέχνη προσγενήσεται. (Demosthenes, Speeches 11-20, 410:1)
- συνηκολούθουν δ’ αὐτῷ ἄνθρωποι δύο στρωματόδεσμα φέροντεσ· (Aeschines, Speeches, , section 991)
- ἱππεῖσ δὲ συνηκολούθουν πλείουσ τῶν δισχιλίων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 30 4:2)
Synonyms
-
to follow closely
- μεταίσσω (to follow, closely)
- συνεπακολουθέω (to follow closely)
- ἐφέπω (to follow, accompany, attend)
- ὀπαδέω (to follow, accompany, attend)
- ἐφομαρτέω (to follow close after)
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- ἐπακολουθέω (to follow close upon, follow after)
- παρακολουθέω (to follow beside, follow closely, to follow with the mind)
- παρέπομαι (to follow along side, follow close)
- παρομαρτέω (to accompany)
-
to follow