συνακολουθέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συνακολουθέω
συνακολουθήσω
Structure:
συν
(Prefix)
+
ἀκολουθέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow closely, to accompany
- to follow, completely
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τούτουσ Ἀντίγονοσ πεῖσαι μὲν ἢ δωροδοκεῖν ἀγεννὲσ ἡγεῖτο, τηλικαύτησ αὐτῷ δυνάμεωσ συνακολουθούσησ, προχειρισάμενοσ δὲ τῶν πελταστῶν τοὺσ ἐπισημοτάτουσ καὶ τοὺσ τοξότασ καὶ τοὺσ σφενδονήτασ καὶ τοὺσ ἄλλουσ ψιλοὺσ εἰσ δύο μέρη διελόμενοσ τοὺσ μὲν Νεάρχῳ παρέδωκε, προστάξασ προάγειν καὶ τὰ στενὰ καὶ τὰσ δυσχωρίασ προκαταλαμβάνεσθαι, τοὺσ δὲ ἄλλουσ παρ’ ὅλην τὴν ὁδὸν τάξασ αὐτὸσ μὲν μετὰ τῆσ φάλαγγοσ προῆγεν, ἐπὶ δὲ τῆσ οὐραγίασ ἔταξε Πίθωνα. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 19 4:1)
- τῆσ ὀρχήσεωσ δὲ ἄλλη μὲν Μούσησ λέξιν μιμουμένων, τό τε μεγαλοπρεπὲσ φυλάττοντασ ἅμα καὶ ἐλεύθερον, ἄλλη δέ, εὐεξίασ ἐλαφρότητόσ τε ἕνεκα καὶ κάλλουσ, τῶν τοῦ σώματοσ αὐτοῦ μελῶν καὶ μερῶν τὸ προσῆκον καμπῆσ τε καὶ ἐκτάσεωσ, καὶ ἀποδιδομένησ ἑκάστοισ αὐτοῖσ αὑτῶν εὐρύθμου κινήσεωσ, διασπειρομένησ ἅμα καὶ συνακολουθούσησ εἰσ πᾶσαν τὴν ὄρχησιν ἱκανῶσ. (Plato, Laws, book 7 48:1)
- οἱ νέοι παρορμῶνται πρὸσ τὸ πᾶν ὑπομένειν ὑπὲρ τῶν κοινῶν πραγμάτων χάριν τοῦ τυχεῖν τῆσ συνακολουθούσησ τοῖσ ἀγαθοῖσ τῶν ἀνδρῶν εὐκλείασ. (Polybius, Histories, book 6, chapter 54 3:1)
Synonyms
-
to follow closely
- μεταίσσω (to follow, closely)
- συνεπακολουθέω (to follow closely)
- ἐφέπω (to follow, accompany, attend)
- ὀπαδέω (to follow, accompany, attend)
- ἐφομαρτέω (to follow close after)
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- ἐπακολουθέω (to follow close upon, follow after)
- παρακολουθέω (to follow beside, follow closely, to follow with the mind)
- παρέπομαι (to follow along side, follow close)
- παρομαρτέω (to accompany)
-
to follow