συνακολουθέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συνακολουθέω
συνακολουθήσω
Structure:
συν
(Prefix)
+
ἀκολουθέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow closely, to accompany
- to follow, completely
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ προσελθόντεσ τινὲσ τῶν συνακολουθούντων ὥστε ἐπισημήνασθαι τὴν ὁδὸν καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν εὑρεῖν. (Septuagint, Liber Maccabees II 2:6)
- εἶτ’ ἐγὼ εἰσ τοῦτο ἀπονοίασ ἦλθον, ὥστε ἄλλων τε τοσούτων ἀνθρώπων συνακολουθούντων καὶ Διωξίππου καὶ Εὐφραίου τοῦ προσγυμναστοῦ αὐτοῦ, οἳ τῶν Ἑλλήνων ὁμολογουμένωσ ἰσχυρότατοί εἰσιν, οὔ[τ]’ ᾐσχυνόμην τοιούτουσ λόγουσ λέγων περὶ γυναικὸσ ἐλευθέρασ πάντων ἀκουόντων, [οὔτ’] ἐδεδίειν μὴ πα[ραχρ]ῆμα ἀπόλωμαι [πνι]γόμενοσ; (Hyperides, Speeches, 13:1)
- "ποιεῖν δὲ καὶ τοῦτο πολλάκισ, ὁπότε τῶν πολιτῶν τινα ἴδοι κακῶσ ἠμφιεσμένον, κελεύειν αὐτῷ μεταμφιέννυσθαι τῶν νεανίσκων τινὰ τῶν συνακολουθούντων αὐτῷ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 44 1:8)
- διεβεβόητο γὰρ τό τε μέγεθοσ τῆσ βασιλικῆσ δυνάμεωσ καὶ τὸ πλῆθοσ τῶν συνακολουθούντων ἐλεφάντων καὶ δοκούντων ἀνυπόστατον ἔχειν τήν τε ἀλκὴν καὶ τὴν τοῦ σώματοσ ὁρμήν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 70 3:1)
- διελὼν δὲ τόπουσ ἑκάστῳ τῶν συνακολουθούντων συνέταξε νυκτὸσ πῦρ κάειν διαστάντασ ὡσ ἂν εἴκοσι πήχεισ καὶ κατὰ μὲν τὴν πρώτην φυλακὴν πολλὴν φλόγα ποιεῖν ὡσ ἂν ἐγρηγορότων ἔτι καὶ πρὸσ θεραπείαν καὶ δεῖπνον παρασκευαζομένων, τῆσ δὲ δευτέρασ ἐλάττω, καὶ τῆσ τρίτησ ἀπολιπεῖν ὀλίγα παντελῶσ ὥστε δοκεῖν εἶναι τοῖσ ἐξ ἀποστήματοσ θεωροῦσιν ἀληθινὴν στρατοπεδείαν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 38 3:3)
Synonyms
-
to follow closely
- μεταίσσω (to follow, closely)
- συνεπακολουθέω (to follow closely)
- ἐφέπω (to follow, accompany, attend)
- ὀπαδέω (to follow, accompany, attend)
- ἐφομαρτέω (to follow close after)
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- ἐπακολουθέω (to follow close upon, follow after)
- παρακολουθέω (to follow beside, follow closely, to follow with the mind)
- παρέπομαι (to follow along side, follow close)
- παρομαρτέω (to accompany)
-
to follow