헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνακολουθέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνακολουθέω συνακολουθήσω

형태분석: συν (접두사) + ἀκολουθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 잇따르다, 우회시키다, 좇다
  2. 따르다, 따라가다, 뒤따르다
  1. to follow closely, to accompany
  2. to follow, completely

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακολούθω

(나는) 잇따른다

συνακολούθεις

(너는) 잇따른다

συνακολούθει

(그는) 잇따른다

쌍수 συνακολούθειτον

(너희 둘은) 잇따른다

συνακολούθειτον

(그 둘은) 잇따른다

복수 συνακολούθουμεν

(우리는) 잇따른다

συνακολούθειτε

(너희는) 잇따른다

συνακολούθουσιν*

(그들은) 잇따른다

접속법단수 συνακολούθω

(나는) 잇따르자

συνακολούθῃς

(너는) 잇따르자

συνακολούθῃ

(그는) 잇따르자

쌍수 συνακολούθητον

(너희 둘은) 잇따르자

συνακολούθητον

(그 둘은) 잇따르자

복수 συνακολούθωμεν

(우리는) 잇따르자

συνακολούθητε

(너희는) 잇따르자

συνακολούθωσιν*

(그들은) 잇따르자

기원법단수 συνακολούθοιμι

(나는) 잇따르기를 (바라다)

συνακολούθοις

(너는) 잇따르기를 (바라다)

συνακολούθοι

(그는) 잇따르기를 (바라다)

쌍수 συνακολούθοιτον

(너희 둘은) 잇따르기를 (바라다)

συνακολουθοίτην

(그 둘은) 잇따르기를 (바라다)

복수 συνακολούθοιμεν

(우리는) 잇따르기를 (바라다)

συνακολούθοιτε

(너희는) 잇따르기를 (바라다)

συνακολούθοιεν

(그들은) 잇따르기를 (바라다)

명령법단수 συνακολοῦθει

(너는) 잇따라라

συνακολουθεῖτω

(그는) 잇따라라

쌍수 συνακολούθειτον

(너희 둘은) 잇따라라

συνακολουθεῖτων

(그 둘은) 잇따라라

복수 συνακολούθειτε

(너희는) 잇따라라

συνακολουθοῦντων, συνακολουθεῖτωσαν

(그들은) 잇따라라

부정사 συνακολούθειν

잇따르는 것

분사 남성여성중성
συνακολουθων

συνακολουθουντος

συνακολουθουσα

συνακολουθουσης

συνακολουθουν

συνακολουθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακολούθουμαι

(나는) 잇따르여진다

συνακολούθει, συνακολούθῃ

(너는) 잇따르여진다

συνακολούθειται

(그는) 잇따르여진다

쌍수 συνακολούθεισθον

(너희 둘은) 잇따르여진다

συνακολούθεισθον

(그 둘은) 잇따르여진다

복수 συνακολουθοῦμεθα

(우리는) 잇따르여진다

συνακολούθεισθε

(너희는) 잇따르여진다

συνακολούθουνται

(그들은) 잇따르여진다

접속법단수 συνακολούθωμαι

(나는) 잇따르여지자

συνακολούθῃ

(너는) 잇따르여지자

συνακολούθηται

(그는) 잇따르여지자

쌍수 συνακολούθησθον

(너희 둘은) 잇따르여지자

συνακολούθησθον

(그 둘은) 잇따르여지자

복수 συνακολουθώμεθα

(우리는) 잇따르여지자

συνακολούθησθε

(너희는) 잇따르여지자

συνακολούθωνται

(그들은) 잇따르여지자

기원법단수 συνακολουθοίμην

(나는) 잇따르여지기를 (바라다)

συνακολούθοιο

(너는) 잇따르여지기를 (바라다)

συνακολούθοιτο

(그는) 잇따르여지기를 (바라다)

쌍수 συνακολούθοισθον

(너희 둘은) 잇따르여지기를 (바라다)

συνακολουθοίσθην

(그 둘은) 잇따르여지기를 (바라다)

복수 συνακολουθοίμεθα

(우리는) 잇따르여지기를 (바라다)

συνακολούθοισθε

(너희는) 잇따르여지기를 (바라다)

συνακολούθοιντο

(그들은) 잇따르여지기를 (바라다)

명령법단수 συνακολούθου

(너는) 잇따르여져라

συνακολουθεῖσθω

(그는) 잇따르여져라

쌍수 συνακολούθεισθον

(너희 둘은) 잇따르여져라

συνακολουθεῖσθων

(그 둘은) 잇따르여져라

복수 συνακολούθεισθε

(너희는) 잇따르여져라

συνακολουθεῖσθων, συνακολουθεῖσθωσαν

(그들은) 잇따르여져라

부정사 συνακολούθεισθαι

잇따르여지는 것

분사 남성여성중성
συνακολουθουμενος

συνακολουθουμενου

συνακολουθουμενη

συνακολουθουμενης

συνακολουθουμενον

συνακολουθουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακολουθήσω

(나는) 잇따르겠다

συνακολουθήσεις

(너는) 잇따르겠다

συνακολουθήσει

(그는) 잇따르겠다

쌍수 συνακολουθήσετον

(너희 둘은) 잇따르겠다

συνακολουθήσετον

(그 둘은) 잇따르겠다

복수 συνακολουθήσομεν

(우리는) 잇따르겠다

συνακολουθήσετε

(너희는) 잇따르겠다

συνακολουθήσουσιν*

(그들은) 잇따르겠다

기원법단수 συνακολουθήσοιμι

(나는) 잇따르겠기를 (바라다)

συνακολουθήσοις

(너는) 잇따르겠기를 (바라다)

συνακολουθήσοι

(그는) 잇따르겠기를 (바라다)

쌍수 συνακολουθήσοιτον

(너희 둘은) 잇따르겠기를 (바라다)

συνακολουθησοίτην

(그 둘은) 잇따르겠기를 (바라다)

복수 συνακολουθήσοιμεν

(우리는) 잇따르겠기를 (바라다)

συνακολουθήσοιτε

(너희는) 잇따르겠기를 (바라다)

συνακολουθήσοιεν

(그들은) 잇따르겠기를 (바라다)

부정사 συνακολουθήσειν

잇따를 것

분사 남성여성중성
συνακολουθησων

συνακολουθησοντος

συνακολουθησουσα

συνακολουθησουσης

συνακολουθησον

συνακολουθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνακολουθήσομαι

(나는) 잇따르여지겠다

συνακολουθήσει, συνακολουθήσῃ

(너는) 잇따르여지겠다

συνακολουθήσεται

(그는) 잇따르여지겠다

쌍수 συνακολουθήσεσθον

(너희 둘은) 잇따르여지겠다

συνακολουθήσεσθον

(그 둘은) 잇따르여지겠다

복수 συνακολουθησόμεθα

(우리는) 잇따르여지겠다

συνακολουθήσεσθε

(너희는) 잇따르여지겠다

συνακολουθήσονται

(그들은) 잇따르여지겠다

기원법단수 συνακολουθησοίμην

(나는) 잇따르여지겠기를 (바라다)

συνακολουθήσοιο

(너는) 잇따르여지겠기를 (바라다)

συνακολουθήσοιτο

(그는) 잇따르여지겠기를 (바라다)

쌍수 συνακολουθήσοισθον

(너희 둘은) 잇따르여지겠기를 (바라다)

συνακολουθησοίσθην

(그 둘은) 잇따르여지겠기를 (바라다)

복수 συνακολουθησοίμεθα

(우리는) 잇따르여지겠기를 (바라다)

συνακολουθήσοισθε

(너희는) 잇따르여지겠기를 (바라다)

συνακολουθήσοιντο

(그들은) 잇따르여지겠기를 (바라다)

부정사 συνακολουθήσεσθαι

잇따르여질 것

분사 남성여성중성
συνακολουθησομενος

συνακολουθησομενου

συνακολουθησομενη

συνακολουθησομενης

συνακολουθησομενον

συνακολουθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηκολοῦθουν

(나는) 잇따르고 있었다

συνηκολοῦθεις

(너는) 잇따르고 있었다

συνηκολοῦθειν*

(그는) 잇따르고 있었다

쌍수 συνηκολούθειτον

(너희 둘은) 잇따르고 있었다

συνηκολουθεῖτην

(그 둘은) 잇따르고 있었다

복수 συνηκολούθουμεν

(우리는) 잇따르고 있었다

συνηκολούθειτε

(너희는) 잇따르고 있었다

συνηκολοῦθουν

(그들은) 잇따르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηκολουθοῦμην

(나는) 잇따르여지고 있었다

συνηκολούθου

(너는) 잇따르여지고 있었다

συνηκολούθειτο

(그는) 잇따르여지고 있었다

쌍수 συνηκολούθεισθον

(너희 둘은) 잇따르여지고 있었다

συνηκολουθεῖσθην

(그 둘은) 잇따르여지고 있었다

복수 συνηκολουθοῦμεθα

(우리는) 잇따르여지고 있었다

συνηκολούθεισθε

(너희는) 잇따르여지고 있었다

συνηκολούθουντο

(그들은) 잇따르여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 잇따르다

  2. 따르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION