συνακολουθέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συνακολουθέω
συνακολουθήσω
Structure:
συν
(Prefix)
+
ἀκολουθέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow closely, to accompany
- to follow, completely
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἦν δὲν ἐν τῇ γραφῇ ὡσ τὴν σκηνὴν καὶ τὴν κιβωτὸν ἐκέλευσεν ὁ προφήτησ χρηματισμοῦ γενηθέντοσ αὐτῷ συνακολουθεῖν. ὡσ δὲ ἐξῆλθεν εἰσ τὸ ὄροσ, οὗ ὁ Μωυσῆσ ἀναβὰσ ἐθεάσατο τὴν τοῦ Θεοῦ κληρονομίαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 2:4)
- ἔφασαν γὰρ αὐτὸν καὶ τοὺσ ὀψοποιοῦντασ ὑποποιεῖσθαι ἵνα θερμότατα παρατιθῶσι καὶ μόνοσ καταναλίσκῃ αὐτὸσ τῶν λοιπῶν συνακολουθεῖν μὴ δυναμένων. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 9 1:2)
- τῇ μὲν οὖν πολυμαθείᾳ τὴν πολυλογίαν ἕπεσθαι συμβαίνει διὸ καὶ Πυθαγόρασ ἔταξε τοῖσ νέοισ πενταετῆ σιωπήν, ἐχεμυθίαν προσαγορεύσασ, τῇ δὲ περιεργίᾳ τὴν κακολογίαν ἀνάγκη συνακολουθεῖν ἃ γὰρ ἡδέωσ ἀκούουσιν ἡδέωσ λαλοῦσι, καὶ ἃ παρ’ ἄλλων σπουδῇ συλλέγουσι πρὸσ ἑτέρουσ μετὰ χαρᾶσ ἐκφέρουσιν. (Plutarch, De curiositate, section 91)
- τῇ δὲ περιεργίᾳ τὴν κακολογίαν ἀνάγκη συνακολουθεῖν ἃ γὰρ ἡδέωσ ἀκούουσιν ἡδέωσ λαλοῦσι, καὶ ἃ παρ’ ἄλλων σπουδῇ συλλέγουσι πρὸσ ἑτέρουσ μετὰ χαρᾶσ ἐκφέρουσιν. (Plutarch, De curiositate, section 9 1:2)
- πυνθανομένου δὲ τὴν αἰτίαν, ὡμολόγησε Τελεσίππησ ἐρᾶν καὶ συνακολουθεῖν ἐπὶ θάλασσαν ἀπιούσῃ μὴ δυνάμενοσ ἀπολειφθῆναι. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 7 11:1)
Synonyms
-
to follow closely
- μεταίσσω (to follow, closely)
- συνεπακολουθέω (to follow closely)
- ἐφέπω (to follow, accompany, attend)
- ὀπαδέω (to follow, accompany, attend)
- ἐφομαρτέω (to follow close after)
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- ἐπακολουθέω (to follow close upon, follow after)
- παρακολουθέω (to follow beside, follow closely, to follow with the mind)
- παρέπομαι (to follow along side, follow close)
- παρομαρτέω (to accompany)
-
to follow