Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπιέζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπιέζω συμπιέσω

Structure: συμ (Prefix) + πιέζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to press or squeeze together, to grasp closely, to be squeezed up

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπιέζω συμπιέζεις συμπιέζει
Dual συμπιέζετον συμπιέζετον
Plural συμπιέζομεν συμπιέζετε συμπιέζουσιν*
SubjunctiveSingular συμπιέζω συμπιέζῃς συμπιέζῃ
Dual συμπιέζητον συμπιέζητον
Plural συμπιέζωμεν συμπιέζητε συμπιέζωσιν*
OptativeSingular συμπιέζοιμι συμπιέζοις συμπιέζοι
Dual συμπιέζοιτον συμπιεζοίτην
Plural συμπιέζοιμεν συμπιέζοιτε συμπιέζοιεν
ImperativeSingular συμπίεζε συμπιεζέτω
Dual συμπιέζετον συμπιεζέτων
Plural συμπιέζετε συμπιεζόντων, συμπιεζέτωσαν
Infinitive συμπιέζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπιεζων συμπιεζοντος συμπιεζουσα συμπιεζουσης συμπιεζον συμπιεζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπιέζομαι συμπιέζει, συμπιέζῃ συμπιέζεται
Dual συμπιέζεσθον συμπιέζεσθον
Plural συμπιεζόμεθα συμπιέζεσθε συμπιέζονται
SubjunctiveSingular συμπιέζωμαι συμπιέζῃ συμπιέζηται
Dual συμπιέζησθον συμπιέζησθον
Plural συμπιεζώμεθα συμπιέζησθε συμπιέζωνται
OptativeSingular συμπιεζοίμην συμπιέζοιο συμπιέζοιτο
Dual συμπιέζοισθον συμπιεζοίσθην
Plural συμπιεζοίμεθα συμπιέζοισθε συμπιέζοιντο
ImperativeSingular συμπιέζου συμπιεζέσθω
Dual συμπιέζεσθον συμπιεζέσθων
Plural συμπιέζεσθε συμπιεζέσθων, συμπιεζέσθωσαν
Infinitive συμπιέζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπιεζομενος συμπιεζομενου συμπιεζομενη συμπιεζομενης συμπιεζομενον συμπιεζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπεὶ τούτων οὐδ’ ἂν ἓν ἐπαισχυνθεῖεν οἵ γε αὐτῶν σπαρτοί τε καὶ αὐτόχθονεσ, ἀλλὰ διατείνοιντ’ ἂν πᾶν ὃ μὴ δυνατοὶ ταῖσ χερσὶ συμπιέζειν εἰσίν, ὡσ ἄρα τοῦτο οὐδὲν τὸ παράπαν ἐστίν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 188:2)

Synonyms

  1. to press or squeeze together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION