헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπενθέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπενθέω συμπενθήσω

형태분석: συμ (접두사) + πενθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join in mourning for a thing
  2. to mourn together with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπενθῶ

συμπενθεῖς

συμπενθεῖ

쌍수 συμπενθεῖτον

συμπενθεῖτον

복수 συμπενθοῦμεν

συμπενθεῖτε

συμπενθοῦσιν*

접속법단수 συμπενθῶ

συμπενθῇς

συμπενθῇ

쌍수 συμπενθῆτον

συμπενθῆτον

복수 συμπενθῶμεν

συμπενθῆτε

συμπενθῶσιν*

기원법단수 συμπενθοῖμι

συμπενθοῖς

συμπενθοῖ

쌍수 συμπενθοῖτον

συμπενθοίτην

복수 συμπενθοῖμεν

συμπενθοῖτε

συμπενθοῖεν

명령법단수 συμπένθει

συμπενθείτω

쌍수 συμπενθεῖτον

συμπενθείτων

복수 συμπενθεῖτε

συμπενθούντων, συμπενθείτωσαν

부정사 συμπενθεῖν

분사 남성여성중성
συμπενθων

συμπενθουντος

συμπενθουσα

συμπενθουσης

συμπενθουν

συμπενθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπενθοῦμαι

συμπενθεῖ, συμπενθῇ

συμπενθεῖται

쌍수 συμπενθεῖσθον

συμπενθεῖσθον

복수 συμπενθούμεθα

συμπενθεῖσθε

συμπενθοῦνται

접속법단수 συμπενθῶμαι

συμπενθῇ

συμπενθῆται

쌍수 συμπενθῆσθον

συμπενθῆσθον

복수 συμπενθώμεθα

συμπενθῆσθε

συμπενθῶνται

기원법단수 συμπενθοίμην

συμπενθοῖο

συμπενθοῖτο

쌍수 συμπενθοῖσθον

συμπενθοίσθην

복수 συμπενθοίμεθα

συμπενθοῖσθε

συμπενθοῖντο

명령법단수 συμπενθοῦ

συμπενθείσθω

쌍수 συμπενθεῖσθον

συμπενθείσθων

복수 συμπενθεῖσθε

συμπενθείσθων, συμπενθείσθωσαν

부정사 συμπενθεῖσθαι

분사 남성여성중성
συμπενθουμενος

συμπενθουμενου

συμπενθουμενη

συμπενθουμενης

συμπενθουμενον

συμπενθουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴθ’ εἶχε φωνὴν εὔφρον’ ἀγγέλου δίκην, ὅπωσ δίφροντισ οὖσα μὴ ’κινυσσόμην, ἀλλ’ εὖ ’σαφήνει τόνδ’ ἀποπτύσαι πλόκον, εἴπερ γ’ ἀπ’ ἐχθροῦ κρατὸσ ἦν τετμημένοσ, ἢ ξυγγενὴσ ὢν εἶχε συμπενθεῖν ἐμοὶ ἄγαλμα τύμβου τοῦδε καὶ τιμὴν πατρόσ. (Aeschylus, Libation Bearers, episode 8:2)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, episode 8:2)

  • ὅτι δὲ καὶ συμπενθεῖν ἔκειτο αὐτοῖσ ἀνάγκη, δεδήλωκεν ἐν τῷδε· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 91)

    (작자 미상, 비가, , 91)

  • ἄτοπον γὰρ εἶναι τὸ συμπενθεῖν μὲν καὶ συλλυπεῖσθαι καὶ τῶν ἄλλων ὁμοίωσ ἀγαθῶν ἁπάντων τε καὶ κακῶν κοινωνεῖν τὴν βεβαίαν φιλίαν, τῆσ δ’ εἰσ τὸ σῶμα λύπησ ἄμοιρον γίνεσθαι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 7 2:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 7 2:1)

  • ὅτι δὲ καὶ συμπενθεῖν ἔκειτο αὐτοῖσ ἀνάγκη, δεδήλωκεν ἐν τῷδε· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 14 7:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 14 7:2)

유의어

  1. to mourn together with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION