헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπάσχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπάσχω συμπείσομαι συνεπάθον συμπέπονθα

형태분석: συμ (접두사) + πάσχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to suffer together, be affected by the same thing
  2. to have a fellow-feeling, sympathise, feel sympathy

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπάσχω

συμπάσχεις

συμπάσχει

쌍수 συμπάσχετον

συμπάσχετον

복수 συμπάσχομεν

συμπάσχετε

συμπάσχουσιν*

접속법단수 συμπάσχω

συμπάσχῃς

συμπάσχῃ

쌍수 συμπάσχητον

συμπάσχητον

복수 συμπάσχωμεν

συμπάσχητε

συμπάσχωσιν*

기원법단수 συμπάσχοιμι

συμπάσχοις

συμπάσχοι

쌍수 συμπάσχοιτον

συμπασχοίτην

복수 συμπάσχοιμεν

συμπάσχοιτε

συμπάσχοιεν

명령법단수 συμπάσχε

συμπασχέτω

쌍수 συμπάσχετον

συμπασχέτων

복수 συμπάσχετε

συμπασχόντων, συμπασχέτωσαν

부정사 συμπάσχειν

분사 남성여성중성
συμπασχων

συμπασχοντος

συμπασχουσα

συμπασχουσης

συμπασχον

συμπασχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπάσχομαι

συμπάσχει, συμπάσχῃ

συμπάσχεται

쌍수 συμπάσχεσθον

συμπάσχεσθον

복수 συμπασχόμεθα

συμπάσχεσθε

συμπάσχονται

접속법단수 συμπάσχωμαι

συμπάσχῃ

συμπάσχηται

쌍수 συμπάσχησθον

συμπάσχησθον

복수 συμπασχώμεθα

συμπάσχησθε

συμπάσχωνται

기원법단수 συμπασχοίμην

συμπάσχοιο

συμπάσχοιτο

쌍수 συμπάσχοισθον

συμπασχοίσθην

복수 συμπασχοίμεθα

συμπάσχοισθε

συμπάσχοιντο

명령법단수 συμπάσχου

συμπασχέσθω

쌍수 συμπάσχεσθον

συμπασχέσθων

복수 συμπάσχεσθε

συμπασχέσθων, συμπασχέσθωσαν

부정사 συμπάσχεσθαι

분사 남성여성중성
συμπασχομενος

συμπασχομενου

συμπασχομενη

συμπασχομενης

συμπασχομενον

συμπασχομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τί γὰρ ὄφελοσ ἡγεμόνοσ ἢ στρατηγοῦ μὴ διειληφότοσ διότι τῶν κατὰ μέροσ κινδύνων, οἷσ μὴ συμπάσχει τὰ ὅλα, πλεῖστον ἀπέχειν δεῖ τὸν ἡγούμενον; (Polybius, Histories, book 10, v. res italiae 9:1)

    (폴리비오스, Histories, book 10, v. res italiae 9:1)

  • διόπερ ἠξίου μὴ τοῦτο σκοπεῖν, εἴ τι παραπέπαικε τῆσ συνηθείασ, πολὺ δὲ μᾶλλον, εἰ τοῖσ τῆσ πατρίδοσ πράγμασιν ἀληθινῶσ συμπάσχει· (Polybius, Histories, book 15, chapter 19 4:1)

    (폴리비오스, Histories, book 15, chapter 19 4:1)

유의어

  1. to have a fellow-feeling

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION