Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπαρατηρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπαρατηρέω

Structure: συμπαρατηρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to keep watch together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαρατήρω συμπαρατήρεις συμπαρατήρει
Dual συμπαρατήρειτον συμπαρατήρειτον
Plural συμπαρατήρουμεν συμπαρατήρειτε συμπαρατήρουσιν*
SubjunctiveSingular συμπαρατήρω συμπαρατήρῃς συμπαρατήρῃ
Dual συμπαρατήρητον συμπαρατήρητον
Plural συμπαρατήρωμεν συμπαρατήρητε συμπαρατήρωσιν*
OptativeSingular συμπαρατήροιμι συμπαρατήροις συμπαρατήροι
Dual συμπαρατήροιτον συμπαρατηροίτην
Plural συμπαρατήροιμεν συμπαρατήροιτε συμπαρατήροιεν
ImperativeSingular συμπαρατῆρει συμπαρατηρεῖτω
Dual συμπαρατήρειτον συμπαρατηρεῖτων
Plural συμπαρατήρειτε συμπαρατηροῦντων, συμπαρατηρεῖτωσαν
Infinitive συμπαρατήρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαρατηρων συμπαρατηρουντος συμπαρατηρουσα συμπαρατηρουσης συμπαρατηρουν συμπαρατηρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαρατήρουμαι συμπαρατήρει, συμπαρατήρῃ συμπαρατήρειται
Dual συμπαρατήρεισθον συμπαρατήρεισθον
Plural συμπαρατηροῦμεθα συμπαρατήρεισθε συμπαρατήρουνται
SubjunctiveSingular συμπαρατήρωμαι συμπαρατήρῃ συμπαρατήρηται
Dual συμπαρατήρησθον συμπαρατήρησθον
Plural συμπαρατηρώμεθα συμπαρατήρησθε συμπαρατήρωνται
OptativeSingular συμπαρατηροίμην συμπαρατήροιο συμπαρατήροιτο
Dual συμπαρατήροισθον συμπαρατηροίσθην
Plural συμπαρατηροίμεθα συμπαρατήροισθε συμπαρατήροιντο
ImperativeSingular συμπαρατήρου συμπαρατηρεῖσθω
Dual συμπαρατήρεισθον συμπαρατηρεῖσθων
Plural συμπαρατήρεισθε συμπαρατηρεῖσθων, συμπαρατηρεῖσθωσαν
Infinitive συμπαρατήρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαρατηρουμενος συμπαρατηρουμενου συμπαρατηρουμενη συμπαρατηρουμενης συμπαρατηρουμενον συμπαρατηρουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to keep watch together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION