헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπαρατηρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπαρατηρέω

형태분석: συμπαρατηρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to keep watch together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπαρατήρω

συμπαρατήρεις

συμπαρατήρει

쌍수 συμπαρατήρειτον

συμπαρατήρειτον

복수 συμπαρατήρουμεν

συμπαρατήρειτε

συμπαρατήρουσιν*

접속법단수 συμπαρατήρω

συμπαρατήρῃς

συμπαρατήρῃ

쌍수 συμπαρατήρητον

συμπαρατήρητον

복수 συμπαρατήρωμεν

συμπαρατήρητε

συμπαρατήρωσιν*

기원법단수 συμπαρατήροιμι

συμπαρατήροις

συμπαρατήροι

쌍수 συμπαρατήροιτον

συμπαρατηροίτην

복수 συμπαρατήροιμεν

συμπαρατήροιτε

συμπαρατήροιεν

명령법단수 συμπαρατῆρει

συμπαρατηρεῖτω

쌍수 συμπαρατήρειτον

συμπαρατηρεῖτων

복수 συμπαρατήρειτε

συμπαρατηροῦντων, συμπαρατηρεῖτωσαν

부정사 συμπαρατήρειν

분사 남성여성중성
συμπαρατηρων

συμπαρατηρουντος

συμπαρατηρουσα

συμπαρατηρουσης

συμπαρατηρουν

συμπαρατηρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπαρατήρουμαι

συμπαρατήρει, συμπαρατήρῃ

συμπαρατήρειται

쌍수 συμπαρατήρεισθον

συμπαρατήρεισθον

복수 συμπαρατηροῦμεθα

συμπαρατήρεισθε

συμπαρατήρουνται

접속법단수 συμπαρατήρωμαι

συμπαρατήρῃ

συμπαρατήρηται

쌍수 συμπαρατήρησθον

συμπαρατήρησθον

복수 συμπαρατηρώμεθα

συμπαρατήρησθε

συμπαρατήρωνται

기원법단수 συμπαρατηροίμην

συμπαρατήροιο

συμπαρατήροιτο

쌍수 συμπαρατήροισθον

συμπαρατηροίσθην

복수 συμπαρατηροίμεθα

συμπαρατήροισθε

συμπαρατήροιντο

명령법단수 συμπαρατήρου

συμπαρατηρεῖσθω

쌍수 συμπαρατήρεισθον

συμπαρατηρεῖσθων

복수 συμπαρατήρεισθε

συμπαρατηρεῖσθων, συμπαρατηρεῖσθωσαν

부정사 συμπαρατήρεισθαι

분사 남성여성중성
συμπαρατηρουμενος

συμπαρατηρουμενου

συμπαρατηρουμενη

συμπαρατηρουμενης

συμπαρατηρουμενον

συμπαρατηρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to keep watch together

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION