Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπαρακομίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπαρακομίζω συμπαρακομιῶ

Structure: συμπαρακομίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to carry along the coast with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαρακομίζω συμπαρακομίζεις συμπαρακομίζει
Dual συμπαρακομίζετον συμπαρακομίζετον
Plural συμπαρακομίζομεν συμπαρακομίζετε συμπαρακομίζουσιν*
SubjunctiveSingular συμπαρακομίζω συμπαρακομίζῃς συμπαρακομίζῃ
Dual συμπαρακομίζητον συμπαρακομίζητον
Plural συμπαρακομίζωμεν συμπαρακομίζητε συμπαρακομίζωσιν*
OptativeSingular συμπαρακομίζοιμι συμπαρακομίζοις συμπαρακομίζοι
Dual συμπαρακομίζοιτον συμπαρακομιζοίτην
Plural συμπαρακομίζοιμεν συμπαρακομίζοιτε συμπαρακομίζοιεν
ImperativeSingular συμπαρακόμιζε συμπαρακομιζέτω
Dual συμπαρακομίζετον συμπαρακομιζέτων
Plural συμπαρακομίζετε συμπαρακομιζόντων, συμπαρακομιζέτωσαν
Infinitive συμπαρακομίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαρακομιζων συμπαρακομιζοντος συμπαρακομιζουσα συμπαρακομιζουσης συμπαρακομιζον συμπαρακομιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαρακομίζομαι συμπαρακομίζει, συμπαρακομίζῃ συμπαρακομίζεται
Dual συμπαρακομίζεσθον συμπαρακομίζεσθον
Plural συμπαρακομιζόμεθα συμπαρακομίζεσθε συμπαρακομίζονται
SubjunctiveSingular συμπαρακομίζωμαι συμπαρακομίζῃ συμπαρακομίζηται
Dual συμπαρακομίζησθον συμπαρακομίζησθον
Plural συμπαρακομιζώμεθα συμπαρακομίζησθε συμπαρακομίζωνται
OptativeSingular συμπαρακομιζοίμην συμπαρακομίζοιο συμπαρακομίζοιτο
Dual συμπαρακομίζοισθον συμπαρακομιζοίσθην
Plural συμπαρακομιζοίμεθα συμπαρακομίζοισθε συμπαρακομίζοιντο
ImperativeSingular συμπαρακομίζου συμπαρακομιζέσθω
Dual συμπαρακομίζεσθον συμπαρακομιζέσθων
Plural συμπαρακομίζεσθε συμπαρακομιζέσθων, συμπαρακομιζέσθωσαν
Infinitive συμπαρακομίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαρακομιζομενος συμπαρακομιζομενου συμπαρακομιζομενη συμπαρακομιζομενης συμπαρακομιζομενον συμπαρακομιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαρακομίω συμπαρακομίεις συμπαρακομίει
Dual συμπαρακομίειτον συμπαρακομίειτον
Plural συμπαρακομίουμεν συμπαρακομίειτε συμπαρακομίουσιν*
OptativeSingular συμπαρακομίοιμι συμπαρακομίοις συμπαρακομίοι
Dual συμπαρακομίοιτον συμπαρακομιοίτην
Plural συμπαρακομίοιμεν συμπαρακομίοιτε συμπαρακομίοιεν
Infinitive συμπαρακομίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαρακομιων συμπαρακομιουντος συμπαρακομιουσα συμπαρακομιουσης συμπαρακομιουν συμπαρακομιουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαρακομίουμαι συμπαρακομίει, συμπαρακομίῃ συμπαρακομίειται
Dual συμπαρακομίεισθον συμπαρακομίεισθον
Plural συμπαρακομιοῦμεθα συμπαρακομίεισθε συμπαρακομίουνται
OptativeSingular συμπαρακομιοίμην συμπαρακομίοιο συμπαρακομίοιτο
Dual συμπαρακομίοισθον συμπαρακομιοίσθην
Plural συμπαρακομιοίμεθα συμπαρακομίοισθε συμπαρακομίοιντο
Infinitive συμπαρακομίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαρακομιουμενος συμπαρακομιουμενου συμπαρακομιουμενη συμπαρακομιουμενης συμπαρακομιουμενον συμπαρακομιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to carry along the coast with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION