헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμμετέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμμετέχω συμμεθέξω

형태분석: συμ (접두사) + μετέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~와 비교하다, 관계되어 있다, 간섭하다, ~에 속하다, 개입하다
  1. to partake of, with, take part in, with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμετέχω

(나는) ~와 비교한다

συμμετέχεις

(너는) ~와 비교한다

συμμετέχει

(그는) ~와 비교한다

쌍수 συμμετέχετον

(너희 둘은) ~와 비교한다

συμμετέχετον

(그 둘은) ~와 비교한다

복수 συμμετέχομεν

(우리는) ~와 비교한다

συμμετέχετε

(너희는) ~와 비교한다

συμμετέχουσιν*

(그들은) ~와 비교한다

접속법단수 συμμετέχω

(나는) ~와 비교하자

συμμετέχῃς

(너는) ~와 비교하자

συμμετέχῃ

(그는) ~와 비교하자

쌍수 συμμετέχητον

(너희 둘은) ~와 비교하자

συμμετέχητον

(그 둘은) ~와 비교하자

복수 συμμετέχωμεν

(우리는) ~와 비교하자

συμμετέχητε

(너희는) ~와 비교하자

συμμετέχωσιν*

(그들은) ~와 비교하자

기원법단수 συμμετέχοιμι

(나는) ~와 비교하기를 (바라다)

συμμετέχοις

(너는) ~와 비교하기를 (바라다)

συμμετέχοι

(그는) ~와 비교하기를 (바라다)

쌍수 συμμετέχοιτον

(너희 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

συμμετεχοίτην

(그 둘은) ~와 비교하기를 (바라다)

복수 συμμετέχοιμεν

(우리는) ~와 비교하기를 (바라다)

συμμετέχοιτε

(너희는) ~와 비교하기를 (바라다)

συμμετέχοιεν

(그들은) ~와 비교하기를 (바라다)

명령법단수 συμμέτεχε

(너는) ~와 비교해라

συμμετεχέτω

(그는) ~와 비교해라

쌍수 συμμετέχετον

(너희 둘은) ~와 비교해라

συμμετεχέτων

(그 둘은) ~와 비교해라

복수 συμμετέχετε

(너희는) ~와 비교해라

συμμετεχόντων, συμμετεχέτωσαν

(그들은) ~와 비교해라

부정사 συμμετέχειν

~와 비교하는 것

분사 남성여성중성
συμμετεχων

συμμετεχοντος

συμμετεχουσα

συμμετεχουσης

συμμετεχον

συμμετεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμετέχομαι

(나는) ~와 비교된다

συμμετέχει, συμμετέχῃ

(너는) ~와 비교된다

συμμετέχεται

(그는) ~와 비교된다

쌍수 συμμετέχεσθον

(너희 둘은) ~와 비교된다

συμμετέχεσθον

(그 둘은) ~와 비교된다

복수 συμμετεχόμεθα

(우리는) ~와 비교된다

συμμετέχεσθε

(너희는) ~와 비교된다

συμμετέχονται

(그들은) ~와 비교된다

접속법단수 συμμετέχωμαι

(나는) ~와 비교되자

συμμετέχῃ

(너는) ~와 비교되자

συμμετέχηται

(그는) ~와 비교되자

쌍수 συμμετέχησθον

(너희 둘은) ~와 비교되자

συμμετέχησθον

(그 둘은) ~와 비교되자

복수 συμμετεχώμεθα

(우리는) ~와 비교되자

συμμετέχησθε

(너희는) ~와 비교되자

συμμετέχωνται

(그들은) ~와 비교되자

기원법단수 συμμετεχοίμην

(나는) ~와 비교되기를 (바라다)

συμμετέχοιο

(너는) ~와 비교되기를 (바라다)

συμμετέχοιτο

(그는) ~와 비교되기를 (바라다)

쌍수 συμμετέχοισθον

(너희 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

συμμετεχοίσθην

(그 둘은) ~와 비교되기를 (바라다)

복수 συμμετεχοίμεθα

(우리는) ~와 비교되기를 (바라다)

συμμετέχοισθε

(너희는) ~와 비교되기를 (바라다)

συμμετέχοιντο

(그들은) ~와 비교되기를 (바라다)

명령법단수 συμμετέχου

(너는) ~와 비교되어라

συμμετεχέσθω

(그는) ~와 비교되어라

쌍수 συμμετέχεσθον

(너희 둘은) ~와 비교되어라

συμμετεχέσθων

(그 둘은) ~와 비교되어라

복수 συμμετέχεσθε

(너희는) ~와 비교되어라

συμμετεχέσθων, συμμετεχέσθωσαν

(그들은) ~와 비교되어라

부정사 συμμετέχεσθαι

~와 비교되는 것

분사 남성여성중성
συμμετεχομενος

συμμετεχομενου

συμμετεχομενη

συμμετεχομενης

συμμετεχομενον

συμμετεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεμέτεχον

(나는) ~와 비교하고 있었다

συνεμέτεχες

(너는) ~와 비교하고 있었다

συνεμέτεχεν*

(그는) ~와 비교하고 있었다

쌍수 συνεμετέχετον

(너희 둘은) ~와 비교하고 있었다

συνεμετεχέτην

(그 둘은) ~와 비교하고 있었다

복수 συνεμετέχομεν

(우리는) ~와 비교하고 있었다

συνεμετέχετε

(너희는) ~와 비교하고 있었다

συνεμέτεχον

(그들은) ~와 비교하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεμετεχόμην

(나는) ~와 비교되고 있었다

συνεμετέχου

(너는) ~와 비교되고 있었다

συνεμετέχετο

(그는) ~와 비교되고 있었다

쌍수 συνεμετέχεσθον

(너희 둘은) ~와 비교되고 있었다

συνεμετεχέσθην

(그 둘은) ~와 비교되고 있었다

복수 συνεμετεχόμεθα

(우리는) ~와 비교되고 있었다

συνεμετέχεσθε

(너희는) ~와 비교되고 있었다

συνεμετέχοντο

(그들은) ~와 비교되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πότερον ὅτι Ποσειδῶνι μὲν ἄγουσιν Ἱππείῳ τὴν ἑορτήν, ὁ δ’ ὄνοσ τῷ ἵππῳ συναπολαύει καὶ συμμετέχει τῆσ ἀδείασ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 48 1:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 48 1:2)

  • πότερον ὅτι Ποσειδῶνι μὲν ἄγουσιν Ἱππείῳ τὴν ἑορτὴν, ὁ δ’ ὄνοσ τῷ ἵππῳ συναπολαύει καὶ συμμετέχει τῆσ ἀδείασ· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 482)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 482)

유의어

  1. ~와 비교하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION