헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκτίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκτίζω συγκτίσω συνέκτικα

형태분석: συγ (접두사) + κτίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join with, in founding or colonising
  2. well-cultivated.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκτίζω

συγκτίζεις

συγκτίζει

쌍수 συγκτίζετον

συγκτίζετον

복수 συγκτίζομεν

συγκτίζετε

συγκτίζουσιν*

접속법단수 συγκτίζω

συγκτίζῃς

συγκτίζῃ

쌍수 συγκτίζητον

συγκτίζητον

복수 συγκτίζωμεν

συγκτίζητε

συγκτίζωσιν*

기원법단수 συγκτίζοιμι

συγκτίζοις

συγκτίζοι

쌍수 συγκτίζοιτον

συγκτιζοίτην

복수 συγκτίζοιμεν

συγκτίζοιτε

συγκτίζοιεν

명령법단수 συγκτίζε

συγκτιζέτω

쌍수 συγκτίζετον

συγκτιζέτων

복수 συγκτίζετε

συγκτιζόντων, συγκτιζέτωσαν

부정사 συγκτίζειν

분사 남성여성중성
συγκτιζων

συγκτιζοντος

συγκτιζουσα

συγκτιζουσης

συγκτιζον

συγκτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκτίζομαι

συγκτίζει, συγκτίζῃ

συγκτίζεται

쌍수 συγκτίζεσθον

συγκτίζεσθον

복수 συγκτιζόμεθα

συγκτίζεσθε

συγκτίζονται

접속법단수 συγκτίζωμαι

συγκτίζῃ

συγκτίζηται

쌍수 συγκτίζησθον

συγκτίζησθον

복수 συγκτιζώμεθα

συγκτίζησθε

συγκτίζωνται

기원법단수 συγκτιζοίμην

συγκτίζοιο

συγκτίζοιτο

쌍수 συγκτίζοισθον

συγκτιζοίσθην

복수 συγκτιζοίμεθα

συγκτίζοισθε

συγκτίζοιντο

명령법단수 συγκτίζου

συγκτιζέσθω

쌍수 συγκτίζεσθον

συγκτιζέσθων

복수 συγκτίζεσθε

συγκτιζέσθων, συγκτιζέσθωσαν

부정사 συγκτίζεσθαι

분사 남성여성중성
συγκτιζομενος

συγκτιζομενου

συγκτιζομενη

συγκτιζομενης

συγκτιζομενον

συγκτιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to join with

  2. well-cultivated

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION