- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκτίζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: prosktizō 고전 발음: [도:] 신약 발음: [띠조]

기본형: προσκτίζω προσκτίσω

형태분석: προς (접두사) + κτίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to build or found besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκτίζω

προσκτίζεις

προσκτίζει

쌍수 προσκτίζετον

προσκτίζετον

복수 προσκτίζομεν

προσκτίζετε

προσκτίζουσι(ν)

접속법단수 προσκτίζω

προσκτίζῃς

προσκτίζῃ

쌍수 προσκτίζητον

προσκτίζητον

복수 προσκτίζωμεν

προσκτίζητε

προσκτίζωσι(ν)

기원법단수 προσκτίζοιμι

προσκτίζοις

προσκτίζοι

쌍수 προσκτίζοιτον

προσκτιζοίτην

복수 προσκτίζοιμεν

προσκτίζοιτε

προσκτίζοιεν

명령법단수 προσκτίζε

προσκτιζέτω

쌍수 προσκτίζετον

προσκτιζέτων

복수 προσκτίζετε

προσκτιζόντων, προσκτιζέτωσαν

부정사 προσκτίζειν

분사 남성여성중성
προσκτιζων

προσκτιζοντος

προσκτιζουσα

προσκτιζουσης

προσκτιζον

προσκτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκτίζομαι

προσκτίζει, προσκτίζῃ

προσκτίζεται

쌍수 προσκτίζεσθον

προσκτίζεσθον

복수 προσκτιζόμεθα

προσκτίζεσθε

προσκτίζονται

접속법단수 προσκτίζωμαι

προσκτίζῃ

προσκτίζηται

쌍수 προσκτίζησθον

προσκτίζησθον

복수 προσκτιζώμεθα

προσκτίζησθε

προσκτίζωνται

기원법단수 προσκτιζοίμην

προσκτίζοιο

προσκτίζοιτο

쌍수 προσκτίζοισθον

προσκτιζοίσθην

복수 προσκτιζοίμεθα

προσκτίζοισθε

προσκτίζοιντο

명령법단수 προσκτίζου

προσκτιζέσθω

쌍수 προσκτίζεσθον

προσκτιζέσθων

복수 προσκτίζεσθε

προσκτιζέσθων, προσκτιζέσθωσαν

부정사 προσκτίζεσθαι

분사 남성여성중성
προσκτιζομενος

προσκτιζομενου

προσκτιζομενη

προσκτιζομενης

προσκτιζομενον

προσκτιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to build or found besides

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION