Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταψηφίζομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: συγκαταψηφίζομαι συγκαταψηφιοῦμαι

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + ψηφίζ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to condemn with or together
  2. to be reckoned along with

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταψηφίζομαι συγκαταψηφίζει, συγκαταψηφίζῃ συγκαταψηφίζεται
Dual συγκαταψηφίζεσθον συγκαταψηφίζεσθον
Plural συγκαταψηφιζόμεθα συγκαταψηφίζεσθε συγκαταψηφίζονται
SubjunctiveSingular συγκαταψηφίζωμαι συγκαταψηφίζῃ συγκαταψηφίζηται
Dual συγκαταψηφίζησθον συγκαταψηφίζησθον
Plural συγκαταψηφιζώμεθα συγκαταψηφίζησθε συγκαταψηφίζωνται
OptativeSingular συγκαταψηφιζοίμην συγκαταψηφίζοιο συγκαταψηφίζοιτο
Dual συγκαταψηφίζοισθον συγκαταψηφιζοίσθην
Plural συγκαταψηφιζοίμεθα συγκαταψηφίζοισθε συγκαταψηφίζοιντο
ImperativeSingular συγκαταψηφίζου συγκαταψηφιζέσθω
Dual συγκαταψηφίζεσθον συγκαταψηφιζέσθων
Plural συγκαταψηφίζεσθε συγκαταψηφιζέσθων, συγκαταψηφιζέσθωσαν
Infinitive συγκαταψηφίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταψηφιζομενος συγκαταψηφιζομενου συγκαταψηφιζομενη συγκαταψηφιζομενης συγκαταψηφιζομενον συγκαταψηφιζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to condemn with or together

  2. to be reckoned along with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION