헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκατάθεσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκατάθεσις συγκατάθεσεως

형태분석: συγκαταθεσι (어간) + ς (어미)

어원: sugkatati/qhmi

  1. 합의, 조화, 일치, 동의
  2. 제출
  1. approval, agreement, concord
  2. submission

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἀλλ’ ἐκ τῆσ Στοᾶσ αὐτῆσ τελευτῶντεσ ὥσπερ Γοργόνα τὴν ἀπραξίαν ἐπάγοντεσ ἀπηγόρευσαν, ὡσ πάντα πειρῶσι καὶ στρέφουσιν αὐτοῖσ οὐχ ὑπήκουσεν ἡ ὁρμὴ γενέσθαι συγκατάθεσισ οὐδὲ τῆσ ῥοπῆσ ἀρχὴν ἐδέξατο τὴν αἴσθησιν, ἀλλ’ ἐξ ἑαυτῆσ ἀγωγὸσ ἐπὶ τὰσ πράξεισ ἐφάνη, μὴ δεομένη τοῦ προστίθεσθαι. (Plutarch, Adversus Colotem, section 266)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 266)

  • "ἐγὼ δ’ ἐκεῖνο ἔχω εἰπεῖν, ὅτι μᾶλλον ἂν ἐκ λόγων ὑπεναντίων γένοιτ’ ἂν πίστισ καὶ συγκατάθεσισ ἢ πέψισ ἐκ διαφόρων ποιοτήτων. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, 9:13)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 4, 9:13)

  • μή που συγκατάθεσισ προπετήσ, μή που ὁρμὴ εἰκαία, μή που ὄρεξισ ἀποτευκτική, μή που ἔκκλισισ περιπτωτική, μή που ἐπιβολὴ ἀτελήσ, μή που μέμψισ, μή που ταπείνωσισ ἢ φθόνοσ; (Epictetus, Works, book 3, 104:1)

    (에픽테토스, Works, book 3, 104:1)

유의어

  1. 제출

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION