헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαταπράσσω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαταπράσσω συγκαταπράξω

형태분석: συγ (접두사) + καταπράσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join in accomplishing

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταπράσσω

συγκαταπράσσεις

συγκαταπράσσει

쌍수 συγκαταπράσσετον

συγκαταπράσσετον

복수 συγκαταπράσσομεν

συγκαταπράσσετε

συγκαταπράσσουσιν*

접속법단수 συγκαταπράσσω

συγκαταπράσσῃς

συγκαταπράσσῃ

쌍수 συγκαταπράσσητον

συγκαταπράσσητον

복수 συγκαταπράσσωμεν

συγκαταπράσσητε

συγκαταπράσσωσιν*

기원법단수 συγκαταπράσσοιμι

συγκαταπράσσοις

συγκαταπράσσοι

쌍수 συγκαταπράσσοιτον

συγκαταπρασσοίτην

복수 συγκαταπράσσοιμεν

συγκαταπράσσοιτε

συγκαταπράσσοιεν

명령법단수 συγκατάπρασσε

συγκαταπρασσέτω

쌍수 συγκαταπράσσετον

συγκαταπρασσέτων

복수 συγκαταπράσσετε

συγκαταπρασσόντων, συγκαταπρασσέτωσαν

부정사 συγκαταπράσσειν

분사 남성여성중성
συγκαταπρασσων

συγκαταπρασσοντος

συγκαταπρασσουσα

συγκαταπρασσουσης

συγκαταπρασσον

συγκαταπρασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταπράσσομαι

συγκαταπράσσει, συγκαταπράσσῃ

συγκαταπράσσεται

쌍수 συγκαταπράσσεσθον

συγκαταπράσσεσθον

복수 συγκαταπρασσόμεθα

συγκαταπράσσεσθε

συγκαταπράσσονται

접속법단수 συγκαταπράσσωμαι

συγκαταπράσσῃ

συγκαταπράσσηται

쌍수 συγκαταπράσσησθον

συγκαταπράσσησθον

복수 συγκαταπρασσώμεθα

συγκαταπράσσησθε

συγκαταπράσσωνται

기원법단수 συγκαταπρασσοίμην

συγκαταπράσσοιο

συγκαταπράσσοιτο

쌍수 συγκαταπράσσοισθον

συγκαταπρασσοίσθην

복수 συγκαταπρασσοίμεθα

συγκαταπράσσοισθε

συγκαταπράσσοιντο

명령법단수 συγκαταπράσσου

συγκαταπρασσέσθω

쌍수 συγκαταπράσσεσθον

συγκαταπρασσέσθων

복수 συγκαταπράσσεσθε

συγκαταπρασσέσθων, συγκαταπρασσέσθωσαν

부정사 συγκαταπράσσεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταπρασσομενος

συγκαταπρασσομενου

συγκαταπρασσομενη

συγκαταπρασσομενης

συγκαταπρασσομενον

συγκαταπρασσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to join in accomplishing

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION