Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκατακτείνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκατακτείνω συγκατέκτανον

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + κτείν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to slay together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατακτείνω συγκατακτείνεις συγκατακτείνει
Dual συγκατακτείνετον συγκατακτείνετον
Plural συγκατακτείνομεν συγκατακτείνετε συγκατακτείνουσιν*
SubjunctiveSingular συγκατακτείνω συγκατακτείνῃς συγκατακτείνῃ
Dual συγκατακτείνητον συγκατακτείνητον
Plural συγκατακτείνωμεν συγκατακτείνητε συγκατακτείνωσιν*
OptativeSingular συγκατακτείνοιμι συγκατακτείνοις συγκατακτείνοι
Dual συγκατακτείνοιτον συγκατακτεινοίτην
Plural συγκατακτείνοιμεν συγκατακτείνοιτε συγκατακτείνοιεν
ImperativeSingular συγκατακτείνε συγκατακτεινέτω
Dual συγκατακτείνετον συγκατακτεινέτων
Plural συγκατακτείνετε συγκατακτεινόντων, συγκατακτεινέτωσαν
Infinitive συγκατακτείνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατακτεινων συγκατακτεινοντος συγκατακτεινουσα συγκατακτεινουσης συγκατακτεινον συγκατακτεινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατακτείνομαι συγκατακτείνει, συγκατακτείνῃ συγκατακτείνεται
Dual συγκατακτείνεσθον συγκατακτείνεσθον
Plural συγκατακτεινόμεθα συγκατακτείνεσθε συγκατακτείνονται
SubjunctiveSingular συγκατακτείνωμαι συγκατακτείνῃ συγκατακτείνηται
Dual συγκατακτείνησθον συγκατακτείνησθον
Plural συγκατακτεινώμεθα συγκατακτείνησθε συγκατακτείνωνται
OptativeSingular συγκατακτεινοίμην συγκατακτείνοιο συγκατακτείνοιτο
Dual συγκατακτείνοισθον συγκατακτεινοίσθην
Plural συγκατακτεινοίμεθα συγκατακτείνοισθε συγκατακτείνοιντο
ImperativeSingular συγκατακτείνου συγκατακτεινέσθω
Dual συγκατακτείνεσθον συγκατακτεινέσθων
Plural συγκατακτείνεσθε συγκατακτεινέσθων, συγκατακτεινέσθωσαν
Infinitive συγκατακτείνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατακτεινομενος συγκατακτεινομενου συγκατακτεινομενη συγκατακτεινομενης συγκατακτεινομενον συγκατακτεινομενου

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to slay together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION