Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκατακλείω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκατακλείω συγκατακλείσω

Structure: συγ (Prefix) + κατακλεί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shut in or enclose with or together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατακλείω συγκατακλείεις συγκατακλείει
Dual συγκατακλείετον συγκατακλείετον
Plural συγκατακλείομεν συγκατακλείετε συγκατακλείουσιν*
SubjunctiveSingular συγκατακλείω συγκατακλείῃς συγκατακλείῃ
Dual συγκατακλείητον συγκατακλείητον
Plural συγκατακλείωμεν συγκατακλείητε συγκατακλείωσιν*
OptativeSingular συγκατακλείοιμι συγκατακλείοις συγκατακλείοι
Dual συγκατακλείοιτον συγκατακλειοίτην
Plural συγκατακλείοιμεν συγκατακλείοιτε συγκατακλείοιεν
ImperativeSingular συγκατάκλειε συγκατακλειέτω
Dual συγκατακλείετον συγκατακλειέτων
Plural συγκατακλείετε συγκατακλειόντων, συγκατακλειέτωσαν
Infinitive συγκατακλείειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατακλειων συγκατακλειοντος συγκατακλειουσα συγκατακλειουσης συγκατακλειον συγκατακλειοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατακλείομαι συγκατακλείει, συγκατακλείῃ συγκατακλείεται
Dual συγκατακλείεσθον συγκατακλείεσθον
Plural συγκατακλειόμεθα συγκατακλείεσθε συγκατακλείονται
SubjunctiveSingular συγκατακλείωμαι συγκατακλείῃ συγκατακλείηται
Dual συγκατακλείησθον συγκατακλείησθον
Plural συγκατακλειώμεθα συγκατακλείησθε συγκατακλείωνται
OptativeSingular συγκατακλειοίμην συγκατακλείοιο συγκατακλείοιτο
Dual συγκατακλείοισθον συγκατακλειοίσθην
Plural συγκατακλειοίμεθα συγκατακλείοισθε συγκατακλείοιντο
ImperativeSingular συγκατακλείου συγκατακλειέσθω
Dual συγκατακλείεσθον συγκατακλειέσθων
Plural συγκατακλείεσθε συγκατακλειέσθων, συγκατακλειέσθωσαν
Infinitive συγκατακλείεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατακλειομενος συγκατακλειομενου συγκατακλειομενη συγκατακλειομενης συγκατακλειομενον συγκατακλειομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to shut in or enclose with or together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION