헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαταινέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαταινέω συγκαταινέσω

형태분석: συγ (접두사) + καταινέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 동의하다, 부탁하다, 찬성하다
  2. 찬성하다, 동의하다, 승인하다
  1. to agree with, favour
  2. to sanction, approve

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταινῶ

(나는) 동의한다

συγκαταινεῖς

(너는) 동의한다

συγκαταινεῖ

(그는) 동의한다

쌍수 συγκαταινεῖτον

(너희 둘은) 동의한다

συγκαταινεῖτον

(그 둘은) 동의한다

복수 συγκαταινοῦμεν

(우리는) 동의한다

συγκαταινεῖτε

(너희는) 동의한다

συγκαταινοῦσιν*

(그들은) 동의한다

접속법단수 συγκαταινῶ

(나는) 동의하자

συγκαταινῇς

(너는) 동의하자

συγκαταινῇ

(그는) 동의하자

쌍수 συγκαταινῆτον

(너희 둘은) 동의하자

συγκαταινῆτον

(그 둘은) 동의하자

복수 συγκαταινῶμεν

(우리는) 동의하자

συγκαταινῆτε

(너희는) 동의하자

συγκαταινῶσιν*

(그들은) 동의하자

기원법단수 συγκαταινοῖμι

(나는) 동의하기를 (바라다)

συγκαταινοῖς

(너는) 동의하기를 (바라다)

συγκαταινοῖ

(그는) 동의하기를 (바라다)

쌍수 συγκαταινοῖτον

(너희 둘은) 동의하기를 (바라다)

συγκαταινοίτην

(그 둘은) 동의하기를 (바라다)

복수 συγκαταινοῖμεν

(우리는) 동의하기를 (바라다)

συγκαταινοῖτε

(너희는) 동의하기를 (바라다)

συγκαταινοῖεν

(그들은) 동의하기를 (바라다)

명령법단수 συγκαταίνει

(너는) 동의해라

συγκαταινείτω

(그는) 동의해라

쌍수 συγκαταινεῖτον

(너희 둘은) 동의해라

συγκαταινείτων

(그 둘은) 동의해라

복수 συγκαταινεῖτε

(너희는) 동의해라

συγκαταινούντων, συγκαταινείτωσαν

(그들은) 동의해라

부정사 συγκαταινεῖν

동의하는 것

분사 남성여성중성
συγκαταινων

συγκαταινουντος

συγκαταινουσα

συγκαταινουσης

συγκαταινουν

συγκαταινουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταινοῦμαι

(나는) 동의된다

συγκαταινεῖ, συγκαταινῇ

(너는) 동의된다

συγκαταινεῖται

(그는) 동의된다

쌍수 συγκαταινεῖσθον

(너희 둘은) 동의된다

συγκαταινεῖσθον

(그 둘은) 동의된다

복수 συγκαταινούμεθα

(우리는) 동의된다

συγκαταινεῖσθε

(너희는) 동의된다

συγκαταινοῦνται

(그들은) 동의된다

접속법단수 συγκαταινῶμαι

(나는) 동의되자

συγκαταινῇ

(너는) 동의되자

συγκαταινῆται

(그는) 동의되자

쌍수 συγκαταινῆσθον

(너희 둘은) 동의되자

συγκαταινῆσθον

(그 둘은) 동의되자

복수 συγκαταινώμεθα

(우리는) 동의되자

συγκαταινῆσθε

(너희는) 동의되자

συγκαταινῶνται

(그들은) 동의되자

기원법단수 συγκαταινοίμην

(나는) 동의되기를 (바라다)

συγκαταινοῖο

(너는) 동의되기를 (바라다)

συγκαταινοῖτο

(그는) 동의되기를 (바라다)

쌍수 συγκαταινοῖσθον

(너희 둘은) 동의되기를 (바라다)

συγκαταινοίσθην

(그 둘은) 동의되기를 (바라다)

복수 συγκαταινοίμεθα

(우리는) 동의되기를 (바라다)

συγκαταινοῖσθε

(너희는) 동의되기를 (바라다)

συγκαταινοῖντο

(그들은) 동의되기를 (바라다)

명령법단수 συγκαταινοῦ

(너는) 동의되어라

συγκαταινείσθω

(그는) 동의되어라

쌍수 συγκαταινεῖσθον

(너희 둘은) 동의되어라

συγκαταινείσθων

(그 둘은) 동의되어라

복수 συγκαταινεῖσθε

(너희는) 동의되어라

συγκαταινείσθων, συγκαταινείσθωσαν

(그들은) 동의되어라

부정사 συγκαταινεῖσθαι

동의되는 것

분사 남성여성중성
συγκαταινουμενος

συγκαταινουμενου

συγκαταινουμενη

συγκαταινουμενης

συγκαταινουμενον

συγκαταινουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκαταίνουν

(나는) 동의하고 있었다

συνεκαταίνεις

(너는) 동의하고 있었다

συνεκαταίνειν*

(그는) 동의하고 있었다

쌍수 συνεκαταινεῖτον

(너희 둘은) 동의하고 있었다

συνεκαταινείτην

(그 둘은) 동의하고 있었다

복수 συνεκαταινοῦμεν

(우리는) 동의하고 있었다

συνεκαταινεῖτε

(너희는) 동의하고 있었다

συνεκαταίνουν

(그들은) 동의하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεκαταινούμην

(나는) 동의되고 있었다

συνεκαταινοῦ

(너는) 동의되고 있었다

συνεκαταινεῖτο

(그는) 동의되고 있었다

쌍수 συνεκαταινεῖσθον

(너희 둘은) 동의되고 있었다

συνεκαταινείσθην

(그 둘은) 동의되고 있었다

복수 συνεκαταινούμεθα

(우리는) 동의되고 있었다

συνεκαταινεῖσθε

(너희는) 동의되고 있었다

συνεκαταινοῦντο

(그들은) 동의되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι καὶ βούλεται καὶ συγκαταινεῖ. (Plutarch, Camillus, chapter 6 1:3)

    (플루타르코스, Camillus, chapter 6 1:3)

유의어

  1. 동의하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION