Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκάμπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκάμπτω συγκάμψω

Structure: συγ (Prefix) + κάμπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bend together, bend the knee

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκάμπτω συγκάμπτεις συγκάμπτει
Dual συγκάμπτετον συγκάμπτετον
Plural συγκάμπτομεν συγκάμπτετε συγκάμπτουσιν*
SubjunctiveSingular συγκάμπτω συγκάμπτῃς συγκάμπτῃ
Dual συγκάμπτητον συγκάμπτητον
Plural συγκάμπτωμεν συγκάμπτητε συγκάμπτωσιν*
OptativeSingular συγκάμπτοιμι συγκάμπτοις συγκάμπτοι
Dual συγκάμπτοιτον συγκαμπτοίτην
Plural συγκάμπτοιμεν συγκάμπτοιτε συγκάμπτοιεν
ImperativeSingular συγκάμπτε συγκαμπτέτω
Dual συγκάμπτετον συγκαμπτέτων
Plural συγκάμπτετε συγκαμπτόντων, συγκαμπτέτωσαν
Infinitive συγκάμπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαμπτων συγκαμπτοντος συγκαμπτουσα συγκαμπτουσης συγκαμπτον συγκαμπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκάμπτομαι συγκάμπτει, συγκάμπτῃ συγκάμπτεται
Dual συγκάμπτεσθον συγκάμπτεσθον
Plural συγκαμπτόμεθα συγκάμπτεσθε συγκάμπτονται
SubjunctiveSingular συγκάμπτωμαι συγκάμπτῃ συγκάμπτηται
Dual συγκάμπτησθον συγκάμπτησθον
Plural συγκαμπτώμεθα συγκάμπτησθε συγκάμπτωνται
OptativeSingular συγκαμπτοίμην συγκάμπτοιο συγκάμπτοιτο
Dual συγκάμπτοισθον συγκαμπτοίσθην
Plural συγκαμπτοίμεθα συγκάμπτοισθε συγκάμπτοιντο
ImperativeSingular συγκάμπτου συγκαμπτέσθω
Dual συγκάμπτεσθον συγκαμπτέσθων
Plural συγκάμπτεσθε συγκαμπτέσθων, συγκαμπτέσθωσαν
Infinitive συγκάμπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαμπτομενος συγκαμπτομενου συγκαμπτομενη συγκαμπτομενης συγκαμπτομενον συγκαμπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπιφανείασ καὶ τὰσ γραμμὰσ λέγουσι μήτε κάμπτεσθαι μήτε διατείνεσθαι μήτε κινεῖσθαι καθ’ ἑαυτάσ, νοητὰσ καὶ ἀσωμάτουσ οὔσασ, συγκάμπτεσθαι δὲ καὶ συνδιατείνεσθαι καὶ συμμεθίστασθαι τοῖσ σώμασιν ὧν πέρατὰ εἰσιν, οὕτω τὸν κόλακα φωράσεισ ἀεὶ συνεπιφάσκοντα καὶ συναποφαινόμενον καὶ συνηδόμενον νὴ Δία καὶ συνοργιζόμενον , ὥστε παντελῶσ ἔν γε τούτοισ εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 22 14:1)

Synonyms

  1. to bend together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION