헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγγενεύς

3군 변화 명사; 남성 이형 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγγενεύς συγγενέως

형태분석: συγγενευ (어간) + ς (어미)

  1. Alternative spelling of συγγενής ‎(sungenḗs)

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ ἀντίγραφον τῆσ ἐπιστολῆσ, ἧσ ἐγράψαμεν Λασθένει τῷ συγγενεῖ ἡμῶν περὶ ὑμῶν, γεγράφαμεν καὶ πρὸσ ὑμᾶσ ὅπωσ εἰδῆτε. (Septuagint, Liber Maccabees I 11:31)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 11:31)

  • Αἰτιῶ τοιγαροῦν, ὦ γενναῖε, τὴν Θέτιν, ἣ δέον σοὶ τὴν κληρονομίαν παραδοῦναι τῶν ὅπλων συγγενεῖ γε ὄντι, φέρουσα ἐσ τὸ κοινὸν κατέθετο αὐτά. (Lucian, Dialogi mortuorum, 4:1)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 4:1)

  • συγγενεῖ δέ τισ εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει· (Pindar, Odes, nemean odes, nemean 3 13:1)

    (핀다르, Odes, nemean odes, nemean 3 13:1)

  • σὺ δ’ ἔρρ’ ἀπόπτυστόσ τε κἀπάτωρ ἐμοῦ, κακῶν κάκιστε, τάσδε συλλαβὼν ἀράσ, ἅσ σοι καλοῦμαι, μήτε γῆσ ἐμφυλίου δόρει κρατῆσαι μήτε νοστῆσαί ποτε τὸ κοῖλον Ἄργοσ, ἀλλὰ συγγενεῖ χερὶ θανεῖν κτανεῖν θ’ ὑφ’ οὗπερ ἐξελήλασαι. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 2:15)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 2:15)

  • ταύτην τὴν γυναῖκα καλλίστην οὖσαν τῶν ἐν Ῥώμῃ γυναικῶν καὶ σωφρονεστάτην ἐπεχείρησεν ὁ Σέξτοσ διαφθεῖραι, παλαίτερον μὲν ἔτι εἰργόμενοσ, ὁπότε κατάγοιτο παρὰ τῷ συγγενεῖ, τότε δὲ καιρὸν ἁρμόττοντα οἰόμενοσ ἔχειν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 64 6:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 64 6:2)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION