στρόβιλος?
Second declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration: strobilos
Principal Part:
στρόβιλος
Sense
- anything twisted or whirled: a top
- a whirlpool, whirlwind
- a whirling dance, pirouette
- καὶ τοῦ Καυκάσου κορυφή τις ἐδείκνυτο - Στρόβιλος τῇ κορυφῇ ὄνομα - , ἵναπερ ὁ Προμηθεὺς κρεμασθῆναι ὑπὸ Ἡφαίστου κατὰ πρόσταξιν Διὸς μυθεύεται. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 11 8:2)
- θερμαυστρίς, ἑκατερίδες, σκοπός, χεὶρ καταπρηνής, χεὶρ σιμή, διποδισμός, ξύλου παράληψις, ἐπαγκωνισμός, καλαθίσκος, στρόβιλος, καὶ τελεσιὰς δ ἐστὶν ὄρχησις καλουμένη : (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 27 3:3)
- ὃς εὖτ ἂν ἄλλων κρεισσόνων ὁπμὴν μάθῃ, στρόβιλος ἀμφάκανθον εἱλίξας δέμας κεῖται δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 8:1)
- τῶν δὲ χερσαίων ἐχίνων ἡ μὲν ὑπὲρ αὑτῶν ἄμυνα καὶ φυλακὴ παροιμίαν πεποίηκε πόλλ οἶδ ἀλώπηξ, ἀλλ ἐχῖνος ἓν μέγα προσιούσης γὰρ αὐτῆς, ὥς φησιν ὁ Ιὤν, στρόβιλος ἀμφ ἄκανθαν εἱλίξας δέμας, κεῖται θιγεῖν τε καὶ δακεῖν ἀμήχανος. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 16 14:1)
- οὐ μὲν οὖν στρόβιλος ἢ πρηστὴρ ἢ σκηπτὸς ἐμπεσών σείων καὶ κεραυνὸν ἰθύνων. (Dio, Chrysostom, Orationes, 37:2)
Synonyms
-
anything twisted or whirled
- στρόβος (a twisting or whirling round)
-
a whirlpool