Ancient Greek-English Dictionary Language

στρόβιλος

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στρόβιλος

Etym.: stro/bos

Sense

  1. anything twisted or whirled: a top
  2. a whirlpool, whirlwind
  3. a whirling dance, pirouette

Examples

  • καὶ τοῦ Καυκάσου κορυφή τισ ἐδείκνυτο ‐ Στρόβιλοσ τῇ κορυφῇ ὄνομα ‐ , ἵναπερ ὁ Προμηθεὺσ κρεμασθῆναι ὑπὸ Ἡφαίστου κατὰ πρόσταξιν Διὸσ μυθεύεται. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 11 8:2)
  • θερμαυστρίσ, ἑκατερίδεσ, σκοπόσ, χεὶρ καταπρηνήσ, χεὶρ σιμή, διποδισμόσ, ξύλου παράληψισ, ἐπαγκωνισμόσ, καλαθίσκοσ, στρόβιλοσ, καὶ τελεσιὰσ δ’ ἐστὶν ὄρχησισ καλουμένη · (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 27 3:3)
  • ὃσ εὖτ’ ἂν ἄλλων κρεισσόνων ὁπμὴν μάθῃ, στρόβιλοσ ἀμφάκανθον εἱλίξασ δέμασ κεῖται δακεῖν τε καὶ θιγεῖν ἀμήχανοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 40 8:1)
  • τῶν δὲ χερσαίων ἐχίνων ἡ μὲν ὑπὲρ αὑτῶν ἄμυνα καὶ φυλακὴ παροιμίαν πεποίηκε πόλλ’ οἶδ’ ἀλώπηξ, ἀλλ’ ἐχῖνοσ ἓν μέγα προσιούσησ γὰρ αὐτῆσ, ὥσ φησιν ὁ Ιὤν, στρόβιλοσ ἀμφ’ ἄκανθαν εἱλίξασ δέμασ, κεῖται θιγεῖν τε καὶ δακεῖν ἀμήχανοσ. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 16 14:1)
  • οὐ μὲν οὖν στρόβιλοσ ἢ πρηστὴρ ἢ σκηπτὸσ ἐμπεσών σείων καὶ κεραυνὸν ἰθύνων. (Dio, Chrysostom, Orationes, 37:2)

Synonyms

  1. anything twisted or whirled

  2. a whirlpool

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION