고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: στοχαστικός
Structure: στοχαστικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | στοχαστικός | στοχαστική | στοχάστικον |
| Genitive | στοχαστικοῦ | στοχαστικῆς | στοχαστίκου | |
| Dative | στοχαστικῷ | στοχαστικῇ | στοχαστίκῳ | |
| Accusative | στοχαστικόν | στοχαστικήν | στοχάστικον | |
| Vocative | στοχαστικέ | στοχαστική | στοχάστικον | |
| Dual | N/A/V | στοχαστικώ | στοχαστικᾱ́ | στοχαστίκω |
| G/D | στοχαστικοῖν | στοχαστικαῖν | στοχαστίκοιν | |
| Plural | Nominative | στοχαστικοί | στοχαστικαί | στοχάστικα |
| Genitive | στοχαστικῶν | στοχαστικῶν | στοχαστίκων | |
| Dative | στοχαστικοῖς | στοχαστικαῖς | στοχαστίκοις | |
| Accusative | στοχαστικούς | στοχαστικᾱ́ς | στοχάστικα | |
| Vocative | στοχαστικοί | στοχαστικαί | στοχάστικα | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | στοχαστικός στοχαστικοῦ | στοχαστικώτερος στοχαστικωτεροῦ | στοχαστικώτατος στοχαστικωτατοῦ |
| Adverb | στοχαστίκως | στοχαστικώτερον | στοχαστικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Ancient Greek entries from Wiktionary
Find this word at Wiktionary고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기