헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στιβαδοκοιτέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στιβαδοκοιτέω στιβαδοκοιτήσω

형태분석: στιβαδοκοιτέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: koi/th

  1. to sleep on litter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στιβαδοκοίτω

στιβαδοκοίτεις

στιβαδοκοίτει

쌍수 στιβαδοκοίτειτον

στιβαδοκοίτειτον

복수 στιβαδοκοίτουμεν

στιβαδοκοίτειτε

στιβαδοκοίτουσιν*

접속법단수 στιβαδοκοίτω

στιβαδοκοίτῃς

στιβαδοκοίτῃ

쌍수 στιβαδοκοίτητον

στιβαδοκοίτητον

복수 στιβαδοκοίτωμεν

στιβαδοκοίτητε

στιβαδοκοίτωσιν*

기원법단수 στιβαδοκοίτοιμι

στιβαδοκοίτοις

στιβαδοκοίτοι

쌍수 στιβαδοκοίτοιτον

στιβαδοκοιτοίτην

복수 στιβαδοκοίτοιμεν

στιβαδοκοίτοιτε

στιβαδοκοίτοιεν

명령법단수 στιβαδοκοῖτει

στιβαδοκοιτεῖτω

쌍수 στιβαδοκοίτειτον

στιβαδοκοιτεῖτων

복수 στιβαδοκοίτειτε

στιβαδοκοιτοῦντων, στιβαδοκοιτεῖτωσαν

부정사 στιβαδοκοίτειν

분사 남성여성중성
στιβαδοκοιτων

στιβαδοκοιτουντος

στιβαδοκοιτουσα

στιβαδοκοιτουσης

στιβαδοκοιτουν

στιβαδοκοιτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στιβαδοκοίτουμαι

στιβαδοκοίτει, στιβαδοκοίτῃ

στιβαδοκοίτειται

쌍수 στιβαδοκοίτεισθον

στιβαδοκοίτεισθον

복수 στιβαδοκοιτοῦμεθα

στιβαδοκοίτεισθε

στιβαδοκοίτουνται

접속법단수 στιβαδοκοίτωμαι

στιβαδοκοίτῃ

στιβαδοκοίτηται

쌍수 στιβαδοκοίτησθον

στιβαδοκοίτησθον

복수 στιβαδοκοιτώμεθα

στιβαδοκοίτησθε

στιβαδοκοίτωνται

기원법단수 στιβαδοκοιτοίμην

στιβαδοκοίτοιο

στιβαδοκοίτοιτο

쌍수 στιβαδοκοίτοισθον

στιβαδοκοιτοίσθην

복수 στιβαδοκοιτοίμεθα

στιβαδοκοίτοισθε

στιβαδοκοίτοιντο

명령법단수 στιβαδοκοίτου

στιβαδοκοιτεῖσθω

쌍수 στιβαδοκοίτεισθον

στιβαδοκοιτεῖσθων

복수 στιβαδοκοίτεισθε

στιβαδοκοιτεῖσθων, στιβαδοκοιτεῖσθωσαν

부정사 στιβαδοκοίτεισθαι

분사 남성여성중성
στιβαδοκοιτουμενος

στιβαδοκοιτουμενου

στιβαδοκοιτουμενη

στιβαδοκοιτουμενης

στιβαδοκοιτουμενον

στιβαδοκοιτουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στιβαδοκοιτήσω

στιβαδοκοιτήσεις

στιβαδοκοιτήσει

쌍수 στιβαδοκοιτήσετον

στιβαδοκοιτήσετον

복수 στιβαδοκοιτήσομεν

στιβαδοκοιτήσετε

στιβαδοκοιτήσουσιν*

기원법단수 στιβαδοκοιτήσοιμι

στιβαδοκοιτήσοις

στιβαδοκοιτήσοι

쌍수 στιβαδοκοιτήσοιτον

στιβαδοκοιτησοίτην

복수 στιβαδοκοιτήσοιμεν

στιβαδοκοιτήσοιτε

στιβαδοκοιτήσοιεν

부정사 στιβαδοκοιτήσειν

분사 남성여성중성
στιβαδοκοιτησων

στιβαδοκοιτησοντος

στιβαδοκοιτησουσα

στιβαδοκοιτησουσης

στιβαδοκοιτησον

στιβαδοκοιτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στιβαδοκοιτήσομαι

στιβαδοκοιτήσει, στιβαδοκοιτήσῃ

στιβαδοκοιτήσεται

쌍수 στιβαδοκοιτήσεσθον

στιβαδοκοιτήσεσθον

복수 στιβαδοκοιτησόμεθα

στιβαδοκοιτήσεσθε

στιβαδοκοιτήσονται

기원법단수 στιβαδοκοιτησοίμην

στιβαδοκοιτήσοιο

στιβαδοκοιτήσοιτο

쌍수 στιβαδοκοιτήσοισθον

στιβαδοκοιτησοίσθην

복수 στιβαδοκοιτησοίμεθα

στιβαδοκοιτήσοισθε

στιβαδοκοιτήσοιντο

부정사 στιβαδοκοιτήσεσθαι

분사 남성여성중성
στιβαδοκοιτησομενος

στιβαδοκοιτησομενου

στιβαδοκοιτησομενη

στιβαδοκοιτησομενης

στιβαδοκοιτησομενον

στιβαδοκοιτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to sleep on litter

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION