- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στενόπορος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: stenoporos 고전 발음: [떼노뽀로] 신약 발음: [때노뽀로]

기본형: στενόπορος στενόπορα στενόπορον

형태분석: στενοπορ (어간) + ος (어미)

  1. 좁은, 비좁은, 소형의, 작은, 한정된
  1. with a narrow pass or outlet
  2. narrow passes, defiles, a strait, narrow

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 στενόπορος

(이)가

στενόπόρα

(이)가

στενόπορον

(것)가

속격 στενοπόρου

(이)의

στενόπόρας

(이)의

στενοπόρου

(것)의

여격 στενοπόρῳ

(이)에게

στενόπόρᾳ

(이)에게

στενοπόρῳ

(것)에게

대격 στενόπορον

(이)를

στενόπόραν

(이)를

στενόπορον

(것)를

호격 στενόπορε

(이)야

στενόπόρα

(이)야

στενόπορον

(것)야

쌍수주/대/호 στενοπόρω

(이)들이

στενόπόρα

(이)들이

στενοπόρω

(것)들이

속/여 στενοπόροιν

(이)들의

στενόπόραιν

(이)들의

στενοπόροιν

(것)들의

복수주격 στενόποροι

(이)들이

στενόποραι

(이)들이

στενόπορα

(것)들이

속격 στενοπόρων

(이)들의

στενόπορῶν

(이)들의

στενοπόρων

(것)들의

여격 στενοπόροις

(이)들에게

στενόπόραις

(이)들에게

στενοπόροις

(것)들에게

대격 στενοπόρους

(이)들을

στενόπόρας

(이)들을

στενόπορα

(것)들을

호격 στενόποροι

(이)들아

στενόποραι

(이)들아

στενόπορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁμοῦ δὲ Σεξτίλιος μὲν ἐπιπεσὼν στρατόπεδον ποιουμένοις τοῖς Ἄραψι τοὺς πλείστους διέφθειρε, Μουρήνας δ ἑπόμενος Τιγράνῃ τραχὺν αὐλῶνα καὶ στενόπορον στρατῷ μακρῷ διεκβάλλοντι καιροῦ παρασχόντος ἐπιτίθεται, καὶ φεύγει μὲν αὐτὸς Τιγράνης προέμενος τὴν ἀποσκευὴν ἅπασαν, ἀποθνῄσκουσι δὲ πολλοὶ καὶ πλείονες ἁλίσκονται τῶν Ἀρμενίων. (Plutarch, Lucullus, chapter 25 6:1)

    (플루타르코스, Lucullus, chapter 25 6:1)

  • ἐπεὶ δὲ πολὺ προελθόντες ἀπὸ τοῦ χάρακος εἰς χωρίον ἦλθον ὀχθηρὸν καὶ στενόπορον καὶ χαλεπὸν ἵππῳ διεξελθεῖν, ὅτι μὴ βάδην ἀνιόντι, διὰ τὴν τραχύτητα τῶν ὄχθων, σύνθημα δόντες ἀλλήλοις στίφος ἐποίουν ὡς ἅμα χωρήσοντες ἐπ αὐτὸν ἀθρόοι. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 26 3:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 26 3:2)

  • ἐλθόντες δ ἐπὶ τὸν τόπον ὡς εἶδόν οὔτε δρυμοὺς οὔτε φάραγγας οὔτ ἄλλο χωρίον, ἔνθα ὑποκαθίζειν ἐστὶ λόχους ἔθος, ἀλλὰ ψιλὸν καὶ περιφανῆ καὶ στενόπορον ὄχθον, δι ὑποψίας ἔλαβον εὐθέως τὸ πραχθέν: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 27 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 27 4:1)

  • ἐν δὴ τούτῳ τῷ χρόνῳ τοὺς ἱεροποιοὺς νεανίσκους οἱ βουκόλοι λοχήσαντες κατὰ τὸ στενόπορον τῆς ὁδοῦ, ἐπειδὴ τὸ πρῶτον τάγμα τὸ σὺν τῷ Ῥώμῳ κατ αὐτοὺς ἐγένετο, τῶν ἀμφὶ Ῥωμύλον τε καὶ ἄλλων ὑστεριζόντων ῾τριχῇ γὰρ ἐνενέμηντο καὶ ἐκ διαστήματος ἔθεον οὐ περιμείναντες τοὺς λοιποὺς ὁρμῶσιν ἐπὶ τοὺς πρώτους ἐμβοήσαντες ἀθρόοι καὶ περιστάντες ἔβαλλον οἱ μὲν ἀκοντίοις, οἱ δὲ λίθοις, οἱ δ ὡς ἕκαστοί τι διὰ χειρὸς εἶχον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 80 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 80 2:1)

  • τὰ δὲ ψυχρὰ ἐν τέτταρσι γίγνεται κατὰ τὴν λέξιν, ἔν τε τοῖς διπλοῖς ὀνόμασιν, οἱο῀ν Λυκόφρων "τὸν πολυπρόσωπον οὐρανὸν τῆς μεγαλοκορύφου γῆς" , καὶ "ἀκτὴν δὲ στενοπόρον" , καὶ ὡς Γοργίας ὠνόμαζεν "πτωχομουσοκόλοκας ἐπιορκήσαντας κατ εὐορκήσαντος" , καὶ ὡς Ἀλκιδάμας "μένους μὲν τὴν ψυχὴν πληρουμένην, πυρίχρων δὲ τὴν ὄψιν γιγνομένην" , καὶ "τελεσφόρον" ᾠήθη τὴν προθυμίαν αὐτῶν γενήσεσθαι, καὶ "τελεσφόρον" τὴν πειθὼ τῶν λόγων κατέστησεν, καὶ "κυανόχρων" τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος: (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 3 1:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 3 1:1)

유의어

  1. 좁은

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION