Ancient Greek-English Dictionary Language

στεφάνη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στεφάνη

Structure: στεφαν (Stem) + η (Ending)

Etym.: ste/fw

Sense

  1. anything that encircles
  2. the brim
  3. a diadem, coronal, coronal
  4. the brim or edge, the brow of a hill, edge of a cliff

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀπὸ δὲ Στεφάνησ ἐσ Ποταμοὺσ πεντήκοντα καὶ ἑκατόν. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 14 6:2)
  • τότε δέ, συντόνου περὶ τοὺσ ἔνδον οὔσησ ἀπορίασ ἀμελουμένων αὐτῶν, λεπτὸσ ἦν καὶ λιμώδησ ὁ ὕπνοσ, ὡστ’ εὐθὺσ ᾔσθοντο τῶν πολεμίων ὑπερφανέντων τῆσ στεφάνησ καὶ καταβοῶντεσ ἰταμῶσ προσεφέροντο, καὶ τῇ τῶν ὅπλων ὄψει μᾶλλον ἐκταραττόμενοι κλαγγῆσ διατόρου καὶ τραχείασ ἐνεπεπλήκεσαν τὸν τόπον ὑφ’ ἧσ ἀναστάντεσ οἱ Ῥωμαῖοι καὶ συμφρονήσαντεσ τὸ γενόμενον ἐώσαντο καὶ κατεκρήμνισαν τοὺσ πολεμίουσ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 12 5:4)
  • τότε δέ, συντόνου περὶ τοὺσ ἔνδον οὔσησ ἀπορίασ ἀμελουμένων αὐτῶν, λεπτὸσ ἦν καὶ λιμώδησ ὁ ὕπνοσ, ὡστ’ εὐθὺσ ᾔσθοντο τῶν πολεμίων ὑπερφανέντων τῆσ στεφάνησ καὶ καταβοῶντεσ ἰταμῶσ προσεφέροντο, καὶ τῇ τῶν ὅπλων ὄψει μᾶλλον ἐκταραττόμενοι κλαγγῆσ διατόρου καὶ τραχείασ ἐνεπεπλήκεσαν τὸν τόπον· (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 12 16:1)
  • τύμβου δὲ στεφάνησ ἐπιβὰσ σκοπιάζετο νῆα τοῖοσ ἐών, οἱο͂σ πόλεμόνδ’ ἰέν· (Apollodorus, Argonautica, book 2 15:18)
  • Ἕκτωρ δ’ Ηἰ̈ονῆα βάλ’ ἔγχεϊ ὀξυόεντι αὐχέν’ ὑπὸ στεφάνησ εὐχάλκου, λύντο δὲ γυῖα. (Homer, Iliad, Book 7 3:2)

Synonyms

  1. the brim or edge

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION