헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σταθμάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σταθμάω σταθμήσω

형태분석: σταθμά (어간) + ω (인칭어미)

어원: sta/qmh

  1. 평가하다, 짐작하다, ~주변을 타고 돌다, 짚다, 헤아리다
  2. 평가하다, 가치를 매기다, 도덕적 가치를 매기다
  1. to measure by rule, to be measured, estimated
  2. to estimate, to estimate, by, to conjecture
  3. to attach weight to, value

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σταθμῶ

σταθμᾷς

σταθμᾷ

쌍수 σταθμᾶτον

σταθμᾶτον

복수 σταθμῶμεν

σταθμᾶτε

σταθμῶσιν*

접속법단수 σταθμῶ

σταθμῇς

σταθμῇ

쌍수 σταθμῆτον

σταθμῆτον

복수 σταθμῶμεν

σταθμῆτε

σταθμῶσιν*

기원법단수 σταθμῷμι

σταθμῷς

σταθμῷ

쌍수 σταθμῷτον

σταθμῴτην

복수 σταθμῷμεν

σταθμῷτε

σταθμῷεν

명령법단수 στάθμᾱ

σταθμᾱ́τω

쌍수 σταθμᾶτον

σταθμᾱ́των

복수 σταθμᾶτε

σταθμώντων, σταθμᾱ́τωσαν

부정사 σταθμᾶν

분사 남성여성중성
σταθμων

σταθμωντος

σταθμωσα

σταθμωσης

σταθμων

σταθμωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σταθμῶμαι

σταθμᾷ

σταθμᾶται

쌍수 σταθμᾶσθον

σταθμᾶσθον

복수 σταθμώμεθα

σταθμᾶσθε

σταθμῶνται

접속법단수 σταθμῶμαι

σταθμῇ

σταθμῆται

쌍수 σταθμῆσθον

σταθμῆσθον

복수 σταθμώμεθα

σταθμῆσθε

σταθμῶνται

기원법단수 σταθμῴμην

σταθμῷο

σταθμῷτο

쌍수 σταθμῷσθον

σταθμῴσθην

복수 σταθμῴμεθα

σταθμῷσθε

σταθμῷντο

명령법단수 σταθμῶ

σταθμᾱ́σθω

쌍수 σταθμᾶσθον

σταθμᾱ́σθων

복수 σταθμᾶσθε

σταθμᾱ́σθων, σταθμᾱ́σθωσαν

부정사 σταθμᾶσθαι

분사 남성여성중성
σταθμωμενος

σταθμωμενου

σταθμωμενη

σταθμωμενης

σταθμωμενον

σταθμωμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὸσ δὲ αὑτὸν τούτῳ τῷ κανόνι καὶ ταύτῃ τῇ στάθμῃ σταθμώμενοσ ἄξιοσ ἂν εἰή; (Dio, Chrysostom, Orationes, 3:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 3:1)

  • οὐ γὰρ δὴ κεῖνό γε ἐνδέξομαι ὅκωσ οὐκ εὐνοέει τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι, τοῖσί τε λεγομένοισι πρότερον ἐκ τούτου σταθμώμενοσ καὶ τῷ ἐόντι, ὅτι πολιήτησ μὲν πολιήτῃ εὖ πρήσσοντι φθονέει καὶ ἔστι δυσμενὴσ τῇ σιγῇ, οὐδ’ ἂν συμβουλευομένου τοῦ ἀστοῦ πολιήτησ ἀνὴρ τὰ ἄριστά οἱ δοκέοντα εἶναι ὑποθέοιτο, εἰ μὴ πρόσω ἀρετῆσ ἀνήκοι· (Herodotus, The Histories, book 7, chapter 237 3:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 7, chapter 237 3:1)

유의어

  1. to measure by rule

  2. 평가하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION