- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σπουδαρχιάω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: spoudarchiaō 고전 발음: [뿌:다키아오:] 신약 발음: [뿌다키아오]

기본형: σπουδαρχιάω

형태분석: σπουδαρχιά (어간) + ω (인칭어미)

어원: from σπουδάρχης

  1. to canvass for office

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπουδαρχίω

σπουδαρχίᾳς

σπουδαρχίᾳ

쌍수 σπουδαρχίατον

σπουδαρχίατον

복수 σπουδαρχίωμεν

σπουδαρχίατε

σπουδαρχίωσι(ν)

접속법단수 σπουδαρχίω

σπουδαρχίῃς

σπουδαρχίῃ

쌍수 σπουδαρχίητον

σπουδαρχίητον

복수 σπουδαρχίωμεν

σπουδαρχίητε

σπουδαρχίωσι(ν)

기원법단수 σπουδαρχίῳμι

σπουδαρχίῳς

σπουδαρχίῳ

쌍수 σπουδαρχίῳτον

σπουδαρχιῷτην

복수 σπουδαρχίῳμεν

σπουδαρχίῳτε

σπουδαρχίῳεν

명령법단수 σπουδαρχῖα

σπουδαρχιᾶτω

쌍수 σπουδαρχίατον

σπουδαρχιᾶτων

복수 σπουδαρχίατε

σπουδαρχιῶντων, σπουδαρχιᾶτωσαν

부정사 σπουδαρχίαν

분사 남성여성중성
σπουδαρχιων

σπουδαρχιωντος

σπουδαρχιωσα

σπουδαρχιωσης

σπουδαρχιων

σπουδαρχιωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπουδαρχίωμαι

σπουδαρχίᾳ

σπουδαρχίαται

쌍수 σπουδαρχίασθον

σπουδαρχίασθον

복수 σπουδαρχιῶμεθα

σπουδαρχίασθε

σπουδαρχίωνται

접속법단수 σπουδαρχίωμαι

σπουδαρχίῃ

σπουδαρχίηται

쌍수 σπουδαρχίησθον

σπουδαρχίησθον

복수 σπουδαρχιώμεθα

σπουδαρχίησθε

σπουδαρχίωνται

기원법단수 σπουδαρχιῷμην

σπουδαρχίῳο

σπουδαρχίῳτο

쌍수 σπουδαρχίῳσθον

σπουδαρχιῷσθην

복수 σπουδαρχιῷμεθα

σπουδαρχίῳσθε

σπουδαρχίῳντο

명령법단수 σπουδαρχίω

σπουδαρχιᾶσθω

쌍수 σπουδαρχίασθον

σπουδαρχιᾶσθων

복수 σπουδαρχίασθε

σπουδαρχιᾶσθων, σπουδαρχιᾶσθωσαν

부정사 σπουδαρχίασθαι

분사 남성여성중성
σπουδαρχιωμενος

σπουδαρχιωμενου

σπουδαρχιωμενη

σπουδαρχιωμενης

σπουδαρχιωμενον

σπουδαρχιωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ μέγας μὲν ὢν ἐφ ἑαυτοῦ, μεγάλῃ δ ἀεὶ τῇ παρὰ τοῦ δήμου χάριτι καὶ σπουδῇ κεχρημένος, ὡς οὖν ἐμβάλλοντος εἰς ἀγορὰν τοῦ Σκηπίωνος κατεῖδε παρὰ πλευρὰν ὁ Ἄππιος ἀνθρώπους ἀγεννεῖς καὶ δεδουλευκότας, ἀγοραίους δὲ καὶ δυναμένους ὄχλον συναγαγεῖν καὶ σπουδαρχίᾳ καὶ κραυγῇ πάντα πράγματα βιάσασθαι, μέγα βοήσας: (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 38 3:3)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 38 3:3)

유의어

  1. to canvass for office

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION