헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σπουδαρχιάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σπουδαρχιάω

형태분석: σπουδαρχιά (어간) + ω (인칭어미)

어원: from spouda/rxhs

  1. to canvass for office

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπουδαρχίω

σπουδαρχίᾳς

σπουδαρχίᾳ

쌍수 σπουδαρχίᾱτον

σπουδαρχίᾱτον

복수 σπουδαρχίωμεν

σπουδαρχίᾱτε

σπουδαρχίωσιν*

접속법단수 σπουδαρχίω

σπουδαρχίῃς

σπουδαρχίῃ

쌍수 σπουδαρχίητον

σπουδαρχίητον

복수 σπουδαρχίωμεν

σπουδαρχίητε

σπουδαρχίωσιν*

기원법단수 σπουδαρχίῳμι

σπουδαρχίῳς

σπουδαρχίῳ

쌍수 σπουδαρχίῳτον

σπουδαρχιῷτην

복수 σπουδαρχίῳμεν

σπουδαρχίῳτε

σπουδαρχίῳεν

명령법단수 σπουδαρχῖᾱ

σπουδαρχιᾶτω

쌍수 σπουδαρχίᾱτον

σπουδαρχιᾶτων

복수 σπουδαρχίᾱτε

σπουδαρχιῶντων, σπουδαρχιᾶτωσαν

부정사 σπουδαρχίᾱν

분사 남성여성중성
σπουδαρχιων

σπουδαρχιωντος

σπουδαρχιωσα

σπουδαρχιωσης

σπουδαρχιων

σπουδαρχιωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπουδαρχίωμαι

σπουδαρχίᾳ

σπουδαρχίᾱται

쌍수 σπουδαρχίᾱσθον

σπουδαρχίᾱσθον

복수 σπουδαρχιῶμεθα

σπουδαρχίᾱσθε

σπουδαρχίωνται

접속법단수 σπουδαρχίωμαι

σπουδαρχίῃ

σπουδαρχίηται

쌍수 σπουδαρχίησθον

σπουδαρχίησθον

복수 σπουδαρχιώμεθα

σπουδαρχίησθε

σπουδαρχίωνται

기원법단수 σπουδαρχιῷμην

σπουδαρχίῳο

σπουδαρχίῳτο

쌍수 σπουδαρχίῳσθον

σπουδαρχιῷσθην

복수 σπουδαρχιῷμεθα

σπουδαρχίῳσθε

σπουδαρχίῳντο

명령법단수 σπουδαρχίω

σπουδαρχιᾶσθω

쌍수 σπουδαρχίᾱσθον

σπουδαρχιᾶσθων

복수 σπουδαρχίᾱσθε

σπουδαρχιᾶσθων, σπουδαρχιᾶσθωσαν

부정사 σπουδαρχίᾱσθαι

분사 남성여성중성
σπουδαρχιωμενος

σπουδαρχιωμενου

σπουδαρχιωμενη

σπουδαρχιωμενης

σπουδαρχιωμενον

σπουδαρχιωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ μέγασ μὲν ὢν ἐφ’ ἑαυτοῦ, μεγάλῃ δ’ ἀεὶ τῇ παρὰ τοῦ δήμου χάριτι καὶ σπουδῇ κεχρημένοσ, ὡσ οὖν ἐμβάλλοντοσ εἰσ ἀγορὰν τοῦ Σκηπίωνοσ κατεῖδε παρὰ πλευρὰν ὁ Ἄππιοσ ἀνθρώπουσ ἀγεννεῖσ καὶ δεδουλευκότασ, ἀγοραίουσ δὲ καὶ δυναμένουσ ὄχλον συναγαγεῖν καὶ σπουδαρχίᾳ καὶ κραυγῇ πάντα πράγματα βιάσασθαι, μέγα βοήσασ· (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 38 3:3)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 38 3:3)

유의어

  1. to canvass for office

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION