헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκοτοδινιάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκοτοδινιάω

형태분석: σκοτοδινιά (어간) + ω (인칭어미)

어원: di/nh

  1. to suffer from dizziness or vertigo

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκοτοδινίω

σκοτοδινίᾳς

σκοτοδινίᾳ

쌍수 σκοτοδινίᾱτον

σκοτοδινίᾱτον

복수 σκοτοδινίωμεν

σκοτοδινίᾱτε

σκοτοδινίωσιν*

접속법단수 σκοτοδινίω

σκοτοδινίῃς

σκοτοδινίῃ

쌍수 σκοτοδινίητον

σκοτοδινίητον

복수 σκοτοδινίωμεν

σκοτοδινίητε

σκοτοδινίωσιν*

기원법단수 σκοτοδινίῳμι

σκοτοδινίῳς

σκοτοδινίῳ

쌍수 σκοτοδινίῳτον

σκοτοδινιῷτην

복수 σκοτοδινίῳμεν

σκοτοδινίῳτε

σκοτοδινίῳεν

명령법단수 σκοτοδινῖᾱ

σκοτοδινιᾶτω

쌍수 σκοτοδινίᾱτον

σκοτοδινιᾶτων

복수 σκοτοδινίᾱτε

σκοτοδινιῶντων, σκοτοδινιᾶτωσαν

부정사 σκοτοδινίᾱν

분사 남성여성중성
σκοτοδινιων

σκοτοδινιωντος

σκοτοδινιωσα

σκοτοδινιωσης

σκοτοδινιων

σκοτοδινιωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκοτοδινίωμαι

σκοτοδινίᾳ

σκοτοδινίᾱται

쌍수 σκοτοδινίᾱσθον

σκοτοδινίᾱσθον

복수 σκοτοδινιῶμεθα

σκοτοδινίᾱσθε

σκοτοδινίωνται

접속법단수 σκοτοδινίωμαι

σκοτοδινίῃ

σκοτοδινίηται

쌍수 σκοτοδινίησθον

σκοτοδινίησθον

복수 σκοτοδινιώμεθα

σκοτοδινίησθε

σκοτοδινίωνται

기원법단수 σκοτοδινιῷμην

σκοτοδινίῳο

σκοτοδινίῳτο

쌍수 σκοτοδινίῳσθον

σκοτοδινιῷσθην

복수 σκοτοδινιῷμεθα

σκοτοδινίῳσθε

σκοτοδινίῳντο

명령법단수 σκοτοδινίω

σκοτοδινιᾶσθω

쌍수 σκοτοδινίᾱσθον

σκοτοδινιᾶσθων

복수 σκοτοδινίᾱσθε

σκοτοδινιᾶσθων, σκοτοδινιᾶσθωσαν

부정사 σκοτοδινίᾱσθαι

분사 남성여성중성
σκοτοδινιωμενος

σκοτοδινιωμενου

σκοτοδινιωμενη

σκοτοδινιωμενης

σκοτοδινιωμενον

σκοτοδινιωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένοσ καὶ σκοτοδινιῶ. (Aristophanes, Acharnians, Episode, antistrophe 1:14)

    (아리스토파네스, Acharnians, Episode, antistrophe 1:14)

  • καὶ νὴ τοὺσ θεούσ γε, ὦ Σώκρατεσ, ὑπερφυῶσ ὡσ θαυμάζω τί ποτ’ ἐστὶ ταῦτα, καὶ ἐνίοτε ὡσ ἀληθῶσ βλέπων εἰσ αὐτὰ σκοτοδινιῶ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 83:6)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 83:6)

유의어

  1. to suffer from dizziness or vertigo

    • σκοτόω (눈멀게 하다, 보이지 않게 하다, 장님으로 만들다)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION