헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκολιότης

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκολιότης σκολιότητος

형태분석: σκολιοτητ (어간) + ς (어미)

어원: from skolio/s

  1. crookedness, the windings

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοι μὲν οὖν διὰ τὰσ ἐν ταῖσ διώρυξι καμπὰσ καὶ σκολιότητασ ἐν σκότει διατρίβοντεσ λύχνουσ ἐπὶ τῶν μετώπων πεπραγματευμένουσ περιφέρουσι· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 12 6:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 12 6:1)

  • πῶσ οὖν οἱο͂́ν τε μένειν ὀξὺν καὶ βίαιον, εἰ τῷ ὑπτιασμῷ προσδοίημεν καὶ σκολιότητασ πολλὰσ καὶ μακράσ; (Strabo, Geography, book 4, chapter 3 6:7)

    (스트라본, 지리학, book 4, chapter 3 6:7)

  • ἐντεῦθεν δ’ ἤδη γενόμενοσ Μαίανδροσ τέωσ μὲν διὰ τῆσ Φρυγίασ φέρεται, ἔπειτα διορίζει τὴν Καρίαν καὶ τὴν Λυδίαν κατὰ τὸ Μαιάνδρου καλούμενον πεδίον, σκολιὸσ ὢν εἰσ ὑπερβολὴν ὥστε ἐξ ἐκείνου τὰσ σκολιότητασ ἁπάσασ μαιάνδρουσ καλεῖσθαι· (Strabo, Geography, Book 12, chapter 8 24:5)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 8 24:5)

유의어

  1. crookedness

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION