헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκολιότης

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκολιότης σκολιότητος

형태분석: σκολιοτητ (어간) + ς (어미)

어원: from skolio/s

  1. crookedness, the windings

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὁκόταν δὲ ἔρῃ αὐτὸν καὶ διασκέψῃ ταῦτα πάντα, πρῶτον μὲν κεφαλὴν ὅκωσ ἔχει, εἰ ἀνάλγητοσ καὶ μὴ βάροσ ἔχει ἐν ἑωυτῇ‧ ἔπειτα ὑποχόνδρια καὶ πλευρὰ, εἰ ἀνάλγητα‧ ὑποχόνδριον μὲν γὰρ, εἰ ἐπίπονόν ἐστιν ἢ ἐπηρμένον ἢ ἔχει τινὰ σκολιότητα ἢ κόρον, ἢ πλευροῦ ἀλγηδὼν ἐνείη, καὶ ἅμα τῷ ἀλγήματι ἢ βηχίον ἢ στρόφοσ ἢ πόνοσ κοιλίησ‧ ὅταν δέ τι τούτέων παρῇ, ἐν ὑποχονδρίῳ μὲν μάλιστα, λύειν τὴν κοιλίην κλυσμοῖσιν‧ πινέτω δὲ μελίκρητον θερμὸν ἀφηψημένον. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.3)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 9.3)

  • τί γὰρ ἦν ἡ Κνωσίων εἱρκτὴ καὶ τὸ τοῦ Λαβυρίνθου σκολιὸν πρὸσ τὴν σκολιότητα καὶ τὸ δυσεύρετον τῆσ ἀφροσύνησ; (Dio, Chrysostom, Orationes, 16:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 16:1)

  • κτίσμα δ’ ἐστὶ Μεσσηνίων τῶν ἐν Πελοποννήσῳ, παρ’ ὧν τοὔνομα μετήλλαξε καλουμένη Ζάγκλη πρότερον διὰ τὴν σκολιότητα τῶν τόπων ζάγκλον γὰρ ἐκαλεῖτο τὸ σκολιόν, Ναξίων οὖσα πρότερον κτίσμα τῶν πρὸσ Κατάνην· (Strabo, Geography, Book 6, chapter 2 6:3)

    (스트라본, 지리학, Book 6, chapter 2 6:3)

  • οἱ δ’ εἰκάζοντεσ ἐξ αὐτῶν τἀληθὲσ ταύρῳ μὲν ἐοικότα λέγεσθαι τὸν Ἀχελῶόν φασι, καθάπερ καὶ τοὺσ ἄλλουσ ποταμούσ, ἀπό τε τῶν ἤχων καὶ τῶν κατὰ τὰ ῥεῖθρα καμπῶν, ἃσ καλοῦσι κέρατα, δράκοντι δὲ διὰ τὸ μῆκοσ καὶ τὴν σκολιότητα, βούπρῳρον δὲ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν δι’ ἣν καὶ ταυρωπόν· (Strabo, Geography, Book 10, chapter 2 26:8)

    (스트라본, 지리학, Book 10, chapter 2 26:8)

  • μία μὲν διὰ Σαραπανῶν φρουρίου Κολχικοῦ καὶ τῶν κατ’ αὐτὸ στενῶν, δι’ ὧν ὁ Φᾶσισ γεφύραισ ἑκατὸν καὶ εἴκοσι περατὸσ γινόμενοσ διὰ τὴν σκολιότητα καταρρεῖ τραχὺσ καὶ βίαιοσ εἰσ τὴν Κολχίδα, πολλοῖσ χειμάρροισ κατὰ τὰσ ἐπομβρίασ ἐκχαραδρουμένων τῶν τόπων. (Strabo, Geography, Book 11, chapter 3 7:2)

    (스트라본, 지리학, Book 11, chapter 3 7:2)

유의어

  1. crookedness

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION