Ancient Greek-English Dictionary Language

σιμόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: σιμόω

Structure: σιμό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: simo/s

Sense

  1. to turn up the nose, to bend upwards.

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σιμῶ σιμοῖς σιμοῖ
Dual σιμοῦτον σιμοῦτον
Plural σιμοῦμεν σιμοῦτε σιμοῦσιν*
SubjunctiveSingular σιμῶ σιμοῖς σιμοῖ
Dual σιμῶτον σιμῶτον
Plural σιμῶμεν σιμῶτε σιμῶσιν*
OptativeSingular σιμοῖμι σιμοῖς σιμοῖ
Dual σιμοῖτον σιμοίτην
Plural σιμοῖμεν σιμοῖτε σιμοῖεν
ImperativeSingular σίμου σιμούτω
Dual σιμοῦτον σιμούτων
Plural σιμοῦτε σιμούντων, σιμούτωσαν
Infinitive σιμοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
σιμων σιμουντος σιμουσα σιμουσης σιμουν σιμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σιμοῦμαι σιμοῖ σιμοῦται
Dual σιμοῦσθον σιμοῦσθον
Plural σιμούμεθα σιμοῦσθε σιμοῦνται
SubjunctiveSingular σιμῶμαι σιμοῖ σιμῶται
Dual σιμῶσθον σιμῶσθον
Plural σιμώμεθα σιμῶσθε σιμῶνται
OptativeSingular σιμοίμην σιμοῖο σιμοῖτο
Dual σιμοῖσθον σιμοίσθην
Plural σιμοίμεθα σιμοῖσθε σιμοῖντο
ImperativeSingular σιμοῦ σιμούσθω
Dual σιμοῦσθον σιμούσθων
Plural σιμοῦσθε σιμούσθων, σιμούσθωσαν
Infinitive σιμοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σιμουμενος σιμουμενου σιμουμενη σιμουμενης σιμουμενον σιμουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION