Ancient Greek-English Dictionary Language

σφάλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: σφάλλω

Structure: σφάλλ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: Root SFAL

Sense

  1. to make to fall, throw down, overthrow, by tripping up, to trip up in wrestling, to throw, on her beam-ends, throws, to be tripped up, reeling, staggering
  2. to cause to fall, overthrow, defeat, to be overthrown, to fall, fail, be undone, become helpless, mishap took place, I shall, fail
  3. to baffle, foil, balk, disappoint, to err, go wrong, be mistaken
  4. to be balked of or foiled in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σφάλλω σφάλλεις σφάλλει
Dual σφάλλετον σφάλλετον
Plural σφάλλομεν σφάλλετε σφάλλουσιν*
SubjunctiveSingular σφάλλω σφάλλῃς σφάλλῃ
Dual σφάλλητον σφάλλητον
Plural σφάλλωμεν σφάλλητε σφάλλωσιν*
OptativeSingular σφάλλοιμι σφάλλοις σφάλλοι
Dual σφάλλοιτον σφαλλοίτην
Plural σφάλλοιμεν σφάλλοιτε σφάλλοιεν
ImperativeSingular σφάλλε σφαλλέτω
Dual σφάλλετον σφαλλέτων
Plural σφάλλετε σφαλλόντων, σφαλλέτωσαν
Infinitive σφάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σφαλλων σφαλλοντος σφαλλουσα σφαλλουσης σφαλλον σφαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σφάλλομαι σφάλλει, σφάλλῃ σφάλλεται
Dual σφάλλεσθον σφάλλεσθον
Plural σφαλλόμεθα σφάλλεσθε σφάλλονται
SubjunctiveSingular σφάλλωμαι σφάλλῃ σφάλληται
Dual σφάλλησθον σφάλλησθον
Plural σφαλλώμεθα σφάλλησθε σφάλλωνται
OptativeSingular σφαλλοίμην σφάλλοιο σφάλλοιτο
Dual σφάλλοισθον σφαλλοίσθην
Plural σφαλλοίμεθα σφάλλοισθε σφάλλοιντο
ImperativeSingular σφάλλου σφαλλέσθω
Dual σφάλλεσθον σφαλλέσθων
Plural σφάλλεσθε σφαλλέσθων, σφαλλέσθωσαν
Infinitive σφάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σφαλλομενος σφαλλομενου σφαλλομενη σφαλλομενης σφαλλομενον σφαλλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καθάπερ γὰρ ἐκεῖνοι σφάλλονται καὶ διολισθάνουσιν ἐν τῷ σκότῳ, οὕτω δὴ κἀγώ σοι ἔμπαλιν ἀμβλυώττω πρὸσ τὸ φῶσ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 1:15)
  • οἱ ποιηταὶ δὲ ὁπόσα μὲν ἂν ἐκ τῶν Μουσῶν κατεχόμενοι ᾄδωσιν, ἀληθῆ ταῦτά ἐστιν ὁπόταν δὲ ἀφῶσιν αὐτοὺσ αἱ θεαὶ καὶ καθ’ αὑτοὺσ ποιῶσι, τότε δὴ καὶ σφάλλονται καὶ ὑπεναντία τοῖσ πρότερον διεξίασι· (Lucian, Juppiter confuatus, (no name) 2:4)
  • καὶ γὰρ καὶ κύνεσ βλάπτονται, καὶ οἱ ἵπποι χωλεύονται, καὶ οἱ ἄνθρωποι σφάλλονται. (Arrian, Cynegeticus, chapter 36 1:1)
  • ἃ ὁ Κωλώτησ παραθέμενοσ οὐ συνεῖδεν, ὅτι φῶτασ μὲν καὶ θῆρασ καὶ θάμνουσ καὶ οἰωνοὺσ ὁ Ἐμπεδοκλῆσ οὐκ ἀνῄρηκεν, ἅ γέ φησι μιγνυμένων τῶν στοιχείων ἀποτελεῖσθαι τοὺσ δὲ τῇ συγκρίσει ταύτῃ καὶ διακρίσει φύσιν τινὰ καὶ πότμον δυσδαίμονα καὶ θάνατον ἀλοίτην ἐπικατηγοροῦντασ, σφάλλονται διδάξασ, οὐκ ἀφείλετο τὸ χρῆσθαι ταῖσ εἰθισμέναισ φωναῖσ περὶ αὐτῶν. (Plutarch, Adversus Colotem, section 1114)
  • ἐπεὶ καὶ ἐν ᾧ δοκεῖ ἐλαχίστη σώματοσ χρεία εἶναι, ἐν τῷ διανοεῖσθαι, τίσ οὐκ οἶδεν ὅτι καὶ ἐν τούτῳ πολλοὶ μεγάλα σφάλλονται διὰ τὸ μὴ ὑγιαίνειν τὸ σῶμα; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 12 7:1)

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION