- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ῥυτίς?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: rhytis 고전 발음: [뤼띠] 신약 발음: [뤼띠]

기본형: ῥυτίς ῥυτίδος

형태분석: ῥυτιδ (어간) + ς (어미)

어원: ῥύω, ἐρύω

  1. 주름, 접은 자국
  1. a fold or pucker in the face, wrinkle

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ῥυτίς

주름이

ῥυτίδε

주름들이

ῥυτίδες

주름들이

속격 ῥυτίδος

주름의

ῥυτίδοιν

주름들의

ῥυτίδων

주름들의

여격 ῥυτίδι

주름에게

ῥυτίδοιν

주름들에게

ῥυτίσι(ν)

주름들에게

대격 ῥυτίδα

주름을

ῥυτίδε

주름들을

ῥυτίδας

주름들을

호격 ῥυτί

주름아

ῥυτίδε

주름들아

ῥυτίδες

주름들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω δὲ ἰσχυρά ἐστιν, ὥσθ ὁπόταν τι δάκνῃ, τιτρώσκει οὐκ ἀνθρώπου δέρμα μόνον, ἀλλὰ καὶ βοὸς καὶ ἵππου, καὶ ἐλέφαντα λυπεῖ ἐς τὰς ῥυτίδας αὐτοῦ παρεισδυομένη καὶ τῇ αὑτῆς προνομαίᾳ κατὰ λόγον τοῦ μεγέθους ἀμύσσουσα. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 6:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 6:1)

  • ὀφρύες ἄλλοτε μὲν ἐς τὸ μεσόφρυον ἀνειμέν αι, ὅκως τοῖς χαλεπαίνουσι, ἄλλοτε δὲ ἐς τοὺς κροτάφους ἀπηγμέναι, πολλόν τι μᾶλλον, ὡς τὸ δέρμα περὶ τὸ μέτωπον σφόδρα περιτετάσθαι καὶ τὰς τοῦ μεσοφρύου Ῥυτίδας ἐξαληλίφθαι· μῆλα ἐρυθρὰ, παλλόμενα· χείλεα, κοτὲ μὲν ἄμφω ἐς ὀξὺ μεμυκότ α, ἄλλοτε δὲ ἐς τὰ πλάγια ἀπηγμένα, εὖτε τοῖσι ὀδοῦσι περιτείνεται, τοῖσι μειδιῶσι ὁμοίως. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 15)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 15)

  • τὴν κεφαλὴν βάπτεις, τὸ δὲ γῆρας οὔποτε βάψεις, οὐδὲ παρειάων ἐκτανύσεις ῥυτίδας. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 4081)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 4081)

  • ἀλλ ὅτι καὶ τρίβακον περὶ πάσσαλον ὀρχήσασθαι οἶδε, καὶ οὐ φεύγει γηραλέας ῥυτίδας. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 129 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 129 1:1)

  • ἱστία δ αἰωρητὰ χαλᾷ σπαδονίσματα μαστῶν ἐκ δὲ σάλου στρεπτὰς γαστρὸς ἔχει ῥυτίδας: (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 204 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 204 1:1)

유의어

  1. 주름

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION