Ancient Greek-English Dictionary Language

θυτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θυτικός θυτική θυτικόν

Structure: θυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: qu/w

Sense

  1. of or for sacrifice

Examples

  • οὐδὲν οὖν ἦν παράδοξον εἰ καὶ θυτικῆσ ἦσαν ἔμπειροι οἱ παλαίτεροι μάγειροι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 781)
  • οὐδὲν οὖν ἧν παράδοξον, εἰ καὶ θυτικῆσ ἦσαν ἔμπειροι οἱ παλαίτεροι μάγειροι· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 163)
  • ἔνιοι δὲ λέγουσιν αὐτὸν ὑπὸ τῆσ ἰδίασ θυγατρὸσ Ἀθύρτιοσ παρακληθῆναι πρὸσ τὴν τῶν ὅλων δυναστείαν, ἣν οἱ μὲν συνέσει πολὺ τῶν ἄλλων διαφέρουσάν φασι διδάξαι τὸν πατέρα ῥᾳδίωσ ἐσομένην τὴν στρατείαν, οἱ δὲ μαντικῇ χρωμένην καὶ τὸ μέλλον ἔσεσθαι προγινώσκουσαν ἔκ τε τῆσ θυτικῆσ καὶ τῆσ ἐγκοιμήσεωσ τῆσ ἐν τοῖσ ἱεροῖσ, ἔτι δὲ τῶν κατὰ τὸν οὐρανὸν γινομένων σημείων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 53 8:1)

Synonyms

  1. of or for sacrifice

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION