Ancient Greek-English Dictionary Language

θρηνητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θρηνητικός θρηνητική θρηνητικόν

Structure: θρηνητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: qrhne/w

Sense

  1. querulous

Examples

  • διόπερ οἱ μὲν ἀνδρώδεισ τὴν φύσιν εὐλαβοῦνται συλλυπεῖν τοὺσ φίλουσ αὑτοῖσ, κἂν μὴ ὑπερτείνῃ τῇ ἀλυπίᾳ, τὴν ἐκείνοισ γινομένην λύπην οὐχ ὑπομένει, ὅλωσ τε συνθρήνουσ οὐ προσίεται διὰ τὸ μηδ’ αὐτὸσ εἶναι θρηνητικόσ· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 9 139:2)
  • αἵ τε γὰρ λῦπαι τὸ γοερὸν καὶ θρηνητικὸν ὀλισθηρὸν εἰσ ᾠδὴν ἔχουσι· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 13:4)

Synonyms

  1. querulous

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION