헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θειάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θειάζω

형태분석: θειάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: qei=os

  1. 혼을 불어넣다, 야기시키다, 고무하다
  1. to consult oracles, to practice divination
  2. to worship as divine
  3. to fill with the god, inspire

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θειάζω

θειάζεις

θειάζει

쌍수 θειάζετον

θειάζετον

복수 θειάζομεν

θειάζετε

θειάζουσιν*

접속법단수 θειάζω

θειάζῃς

θειάζῃ

쌍수 θειάζητον

θειάζητον

복수 θειάζωμεν

θειάζητε

θειάζωσιν*

기원법단수 θειάζοιμι

θειάζοις

θειάζοι

쌍수 θειάζοιτον

θειαζοίτην

복수 θειάζοιμεν

θειάζοιτε

θειάζοιεν

명령법단수 θείαζε

θειαζέτω

쌍수 θειάζετον

θειαζέτων

복수 θειάζετε

θειαζόντων, θειαζέτωσαν

부정사 θειάζειν

분사 남성여성중성
θειαζων

θειαζοντος

θειαζουσα

θειαζουσης

θειαζον

θειαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θειάζομαι

θειάζει, θειάζῃ

θειάζεται

쌍수 θειάζεσθον

θειάζεσθον

복수 θειαζόμεθα

θειάζεσθε

θειάζονται

접속법단수 θειάζωμαι

θειάζῃ

θειάζηται

쌍수 θειάζησθον

θειάζησθον

복수 θειαζώμεθα

θειάζησθε

θειάζωνται

기원법단수 θειαζοίμην

θειάζοιο

θειάζοιτο

쌍수 θειάζοισθον

θειαζοίσθην

복수 θειαζοίμεθα

θειάζοισθε

θειάζοιντο

명령법단수 θειάζου

θειαζέσθω

쌍수 θειάζεσθον

θειαζέσθων

복수 θειάζεσθε

θειαζέσθων, θειαζέσθωσαν

부정사 θειάζεσθαι

분사 남성여성중성
θειαζομενος

θειαζομενου

θειαζομενη

θειαζομενης

θειαζομενον

θειαζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to consult oracles

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION