Ancient Greek-English Dictionary Language

πυρώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πυρώδης πυρώδες

Structure: πυρωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like fire, fiery

Examples

  • καὶ ὕδωρ οὔθ’ ἑαυτὰ συνέχειν οὔθ’ ἕτερα, πνευματικῆσ δὲ μετοχῇ καὶ πυρώδουσ δυνάμεωσ τὴν ἑνότητα διαφυλάττειν ἀέρα δὲ καὶ πῦρ αὑτῶν τ’ εἶναι δι’ εὐτονίαν ἐκτατικά, καὶ τοῖσ δυσὶν ἐκείνοισ ἐγκεκραμένα τόνον παρέχειν καὶ τὸ μόνιμον καὶ οὐσιῶδεσ. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 49 2:1)
  • δεῖται δ’ οὐχ ἥκιστα καὶ τοῦ ξανθοῦ χυμοῦ τοῦ μήπω πυρώδουσ ἐσχάτωσ γεγενημένου τὸ αἷμα καὶ τίσ αὐτῷ καὶ ἡ παρὰ τοῦδε χρεία, δι’ ἐκείνων εἰρήσεται. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 988)
  • οὐ γὰρ ἦν κόσμον εἶναι τέλειον, ἐκλιπόντοσ καὶ ἀφανισθέντοσ τοῦ πυρώδουσ. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 40 2:1)
  • Ἐμπεδοκλῆσ πύρινα ἐκ τοῦ πυρώδουσ, ὅπερ ὁ ἀὴρ ἐν ἑαυτῷ περιέχων ἐξανέθλιψε κατὰ τὴν πρώτην διάκρισιν. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 2, chapter 13 2:2)
  • οἱ Στωικοὶ μικτὴν ἐκ πυρὸσ καὶ ἀέροσ Πλάτων ἐκ πλείονοσ τοῦ πυρώδουσ. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 2, 2:1)

Synonyms

  1. like fire

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION