Ancient Greek-English Dictionary Language

πυρώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πυρώδης πυρώδες

Structure: πυρωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like fire, fiery

Examples

  • τὸν δὲ τῆσ Ἥρασ καλλωπισμὸν ἐπὶ τὸν Δία καὶ τὰσ περὶ τὸν κεστὸν γοητείασ ἀέροσ τινὰ κάθαρσιν εἶναι βούλονται τῷ πυρώδει πλησιάζοντοσ, ὥσπερ οὐκ αὐτοῦ τὰσ λύσεισ τοῦ ποιητοῦ διδόντοσ. (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 4 15:1)
  • εἰσ τὴν τῆσ οὕτω συγκαυθείσησ μελαίνησ χολῆσ ἰδέαν καὶ ἡ λεκιθώδησ ἐκείνη μεθίσταται πολλάκισ, ὅταν καὶ αὐτή ποθ’ οἱο͂ν ὀπτηθεῖσα τύχῃ πυρώδει θερμασίᾳ. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 979)

Synonyms

  1. like fire

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION