헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πυργοφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πυργοφορέω πυργοφορήσω

형태분석: πυργοφορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from purgofo/ros

  1. to bear a tower or towers

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυργοφόρω

πυργοφόρεις

πυργοφόρει

쌍수 πυργοφόρειτον

πυργοφόρειτον

복수 πυργοφόρουμεν

πυργοφόρειτε

πυργοφόρουσιν*

접속법단수 πυργοφόρω

πυργοφόρῃς

πυργοφόρῃ

쌍수 πυργοφόρητον

πυργοφόρητον

복수 πυργοφόρωμεν

πυργοφόρητε

πυργοφόρωσιν*

기원법단수 πυργοφόροιμι

πυργοφόροις

πυργοφόροι

쌍수 πυργοφόροιτον

πυργοφοροίτην

복수 πυργοφόροιμεν

πυργοφόροιτε

πυργοφόροιεν

명령법단수 πυργοφο͂ρει

πυργοφορεῖτω

쌍수 πυργοφόρειτον

πυργοφορεῖτων

복수 πυργοφόρειτε

πυργοφοροῦντων, πυργοφορεῖτωσαν

부정사 πυργοφόρειν

분사 남성여성중성
πυργοφορων

πυργοφορουντος

πυργοφορουσα

πυργοφορουσης

πυργοφορουν

πυργοφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυργοφόρουμαι

πυργοφόρει, πυργοφόρῃ

πυργοφόρειται

쌍수 πυργοφόρεισθον

πυργοφόρεισθον

복수 πυργοφοροῦμεθα

πυργοφόρεισθε

πυργοφόρουνται

접속법단수 πυργοφόρωμαι

πυργοφόρῃ

πυργοφόρηται

쌍수 πυργοφόρησθον

πυργοφόρησθον

복수 πυργοφορώμεθα

πυργοφόρησθε

πυργοφόρωνται

기원법단수 πυργοφοροίμην

πυργοφόροιο

πυργοφόροιτο

쌍수 πυργοφόροισθον

πυργοφοροίσθην

복수 πυργοφοροίμεθα

πυργοφόροισθε

πυργοφόροιντο

명령법단수 πυργοφόρου

πυργοφορεῖσθω

쌍수 πυργοφόρεισθον

πυργοφορεῖσθων

복수 πυργοφόρεισθε

πυργοφορεῖσθων, πυργοφορεῖσθωσαν

부정사 πυργοφόρεισθαι

분사 남성여성중성
πυργοφορουμενος

πυργοφορουμενου

πυργοφορουμενη

πυργοφορουμενης

πυργοφορουμενον

πυργοφορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυργοφορήσω

πυργοφορήσεις

πυργοφορήσει

쌍수 πυργοφορήσετον

πυργοφορήσετον

복수 πυργοφορήσομεν

πυργοφορήσετε

πυργοφορήσουσιν*

기원법단수 πυργοφορήσοιμι

πυργοφορήσοις

πυργοφορήσοι

쌍수 πυργοφορήσοιτον

πυργοφορησοίτην

복수 πυργοφορήσοιμεν

πυργοφορήσοιτε

πυργοφορήσοιεν

부정사 πυργοφορήσειν

분사 남성여성중성
πυργοφορησων

πυργοφορησοντος

πυργοφορησουσα

πυργοφορησουσης

πυργοφορησον

πυργοφορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πυργοφορήσομαι

πυργοφορήσει, πυργοφορήσῃ

πυργοφορήσεται

쌍수 πυργοφορήσεσθον

πυργοφορήσεσθον

복수 πυργοφορησόμεθα

πυργοφορήσεσθε

πυργοφορήσονται

기원법단수 πυργοφορησοίμην

πυργοφορήσοιο

πυργοφορήσοιτο

쌍수 πυργοφορήσοισθον

πυργοφορησοίσθην

복수 πυργοφορησοίμεθα

πυργοφορήσοισθε

πυργοφορήσοιντο

부정사 πυργοφορήσεσθαι

분사 남성여성중성
πυργοφορησομενος

πυργοφορησομενου

πυργοφορησομενη

πυργοφορησομενης

πυργοφορησομενον

πυργοφορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bear a tower or towers

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION