Ancient Greek-English Dictionary Language

πτυκτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πτυκτός πτυκτή πτυκτόν

Structure: πτυκτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ptu/ssw

Sense

  1. folded, folding

Examples

  • ἐφέρετο δὲ καὶ τάφρων ἐγχωστήρια ὄργανα καὶ πύργοι πτυκτοί, σανίδασ ἐσ τὰ τείχη μεθιέντεσ, καὶ βέλη παντοῖα καὶ λίθοι, καὶ γέρρα τοῖσ σκόλοψιν ἐπιρριπτεῖσθαι. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 4 7:5)
  • ἑνὸσ δ’ ἔχων κόλπου προσωνυμίαν εἰσ πολλοὺσ κόλπουσ ἀνελίττεται, καθάπερ οἱ πίνακεσ οἱ πτυκτοί· (Aristides, Aelius, Orationes, 7:7)

Synonyms

  1. folded

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION