Ancient Greek-English Dictionary Language

στολιδωτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: στολιδωτός στολιδωτή στολιδωτόν

Structure: στολιδωτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: stolido/omai의 분사형

Sense

  1. hanging in folds

Examples

  • ἐπεὶ δ’ ἔμελλε τὸν λινοῦν θώρακα, ὃσ ἐπιχώριοσ ἦν αὐτοῖσ, ἐνδύεσθαι, προσφέρει αὐτῷ ἡ Πάνθεια <χρυσοῦν> καὶ χρυσοῦν κράνοσ καὶ περιβραχιόνια καὶ ψέλια πλατέα περὶ τοὺσ καρποὺσ τῶν χειρῶν καὶ χιτῶνα πορφυροῦν ποδήρη στολιδωτὸν τὰ κάτω καὶ λόφον ὑακινθινοβαφῆ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 4 4:2)

Synonyms

  1. hanging in folds

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION