헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτέρωσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πτέρωσις πτέρωσεως

형태분석: πτερωσι (어간) + ς (어미)

어원: ptero/w

  1. 깃털, 우모
  1. plumage

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πτέρωσις

깃털이

πτερώσει

깃털들이

πτερώσεις

깃털들이

속격 πτερώσεως

깃털의

πτερώσοιν

깃털들의

πτερώσεων

깃털들의

여격 πτερώσει

깃털에게

πτερώσοιν

깃털들에게

πτερώσεσιν*

깃털들에게

대격 πτέρωσιν

깃털을

πτερώσει

깃털들을

πτερώσεις

깃털들을

호격 πτέρωσι

깃털아

πτερώσει

깃털들아

πτερώσεις

깃털들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λυπήσεσθε οὖν, ὡσ τὸ εἰκόσ, καὶ δυσάρεστοι ἔσεσθε τὰ ἐπὶ τῆσ οἰκίασ, καὶ μάλιστα σύ, ὦ Τιμόλαε, ὁπόταν δέῃ σε τὸ αὐτὸ παθεῖν τῷ Ἰκάρῳ τῆσ πτερώσεωσ διαλυθείσησ καταπεσόντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ χαμαὶ βαδίζειν ἀπολέσαντα τοὺσ δακτυλίουσ ἐκείνουσ ἅπαντασ ἀπορρυέντασ τῶν δακτύλων. (Lucian, 79:2)

    (루키아노스, 79:2)

  • εἰ δ’ αὖ τισ ἐθέλοι σκοπεῖν τῆσ πτερώσεωσ τὸ κοῦφον, ὡσ μὴ χαλεπὸν εἶναι μηδὲ δύσφορον διὰ τὸ μῆκοσ, ἐν μέσῳ μάλα ἥσυχον καὶ ἀτρεμοῦντα παρέχει θεάσασθαι ἑαυτόν, ὥσπερ ἐν πομπῇ περιστρεφόμενοσ, ὅταν δὲ βουληθῇ ἐκπλῆξαι, σείων τὰ πτερὰ καί τινα ἦχον οὐκ ἀηδῆ ποιῶν, οἱο͂ν ἀνέμου κινήσαντοσ οὐ πολλοῦ πυκνήν τινα ὕλην. (Dio, Chrysostom, Orationes, 3:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 3:1)

유의어

  1. 깃털

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION