헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προχαλκεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προχαλκεύω προχαλκεύσω

형태분석: προ (접두사) + χαλκεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to forge beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προχαλκεύω

προχαλκεύεις

προχαλκεύει

쌍수 προχαλκεύετον

προχαλκεύετον

복수 προχαλκεύομεν

προχαλκεύετε

προχαλκεύουσιν*

접속법단수 προχαλκεύω

προχαλκεύῃς

προχαλκεύῃ

쌍수 προχαλκεύητον

προχαλκεύητον

복수 προχαλκεύωμεν

προχαλκεύητε

προχαλκεύωσιν*

기원법단수 προχαλκεύοιμι

προχαλκεύοις

προχαλκεύοι

쌍수 προχαλκεύοιτον

προχαλκευοίτην

복수 προχαλκεύοιμεν

προχαλκεύοιτε

προχαλκεύοιεν

명령법단수 προχάλκευε

προχαλκευέτω

쌍수 προχαλκεύετον

προχαλκευέτων

복수 προχαλκεύετε

προχαλκευόντων, προχαλκευέτωσαν

부정사 προχαλκεύειν

분사 남성여성중성
προχαλκευων

προχαλκευοντος

προχαλκευουσα

προχαλκευουσης

προχαλκευον

προχαλκευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προχαλκεύομαι

προχαλκεύει, προχαλκεύῃ

προχαλκεύεται

쌍수 προχαλκεύεσθον

προχαλκεύεσθον

복수 προχαλκευόμεθα

προχαλκεύεσθε

προχαλκεύονται

접속법단수 προχαλκεύωμαι

προχαλκεύῃ

προχαλκεύηται

쌍수 προχαλκεύησθον

προχαλκεύησθον

복수 προχαλκευώμεθα

προχαλκεύησθε

προχαλκεύωνται

기원법단수 προχαλκευοίμην

προχαλκεύοιο

προχαλκεύοιτο

쌍수 προχαλκεύοισθον

προχαλκευοίσθην

복수 προχαλκευοίμεθα

προχαλκεύοισθε

προχαλκεύοιντο

명령법단수 προχαλκεύου

προχαλκευέσθω

쌍수 προχαλκεύεσθον

προχαλκευέσθων

복수 προχαλκεύεσθε

προχαλκευέσθων, προχαλκευέσθωσαν

부정사 προχαλκεύεσθαι

분사 남성여성중성
προχαλκευομενος

προχαλκευομενου

προχαλκευομενη

προχαλκευομενης

προχαλκευομενον

προχαλκευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προχαλκεύσω

προχαλκεύσεις

προχαλκεύσει

쌍수 προχαλκεύσετον

προχαλκεύσετον

복수 προχαλκεύσομεν

προχαλκεύσετε

προχαλκεύσουσιν*

기원법단수 προχαλκεύσοιμι

προχαλκεύσοις

προχαλκεύσοι

쌍수 προχαλκεύσοιτον

προχαλκευσοίτην

복수 προχαλκεύσοιμεν

προχαλκεύσοιτε

προχαλκεύσοιεν

부정사 προχαλκεύσειν

분사 남성여성중성
προχαλκευσων

προχαλκευσοντος

προχαλκευσουσα

προχαλκευσουσης

προχαλκευσον

προχαλκευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προχαλκεύσομαι

προχαλκεύσει, προχαλκεύσῃ

προχαλκεύσεται

쌍수 προχαλκεύσεσθον

προχαλκεύσεσθον

복수 προχαλκευσόμεθα

προχαλκεύσεσθε

προχαλκεύσονται

기원법단수 προχαλκευσοίμην

προχαλκεύσοιο

προχαλκεύσοιτο

쌍수 προχαλκεύσοισθον

προχαλκευσοίσθην

복수 προχαλκευσοίμεθα

προχαλκεύσοισθε

προχαλκεύσοιντο

부정사 προχαλκεύσεσθαι

분사 남성여성중성
προχαλκευσομενος

προχαλκευσομενου

προχαλκευσομενη

προχαλκευσομενης

προχαλκευσομενον

προχαλκευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to forge beforehand

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION