헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσψαύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσψαύω προσψαύσω

형태분석: προς (접두사) + ψαύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닿다, 만지다, 대다
  1. to touch upon, touch

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσψαύω

(나는) 닿는다

προσψαύεις

(너는) 닿는다

προσψαύει

(그는) 닿는다

쌍수 προσψαύετον

(너희 둘은) 닿는다

προσψαύετον

(그 둘은) 닿는다

복수 προσψαύομεν

(우리는) 닿는다

προσψαύετε

(너희는) 닿는다

προσψαύουσιν*

(그들은) 닿는다

접속법단수 προσψαύω

(나는) 닿자

προσψαύῃς

(너는) 닿자

προσψαύῃ

(그는) 닿자

쌍수 προσψαύητον

(너희 둘은) 닿자

προσψαύητον

(그 둘은) 닿자

복수 προσψαύωμεν

(우리는) 닿자

προσψαύητε

(너희는) 닿자

προσψαύωσιν*

(그들은) 닿자

기원법단수 προσψαύοιμι

(나는) 닿기를 (바라다)

προσψαύοις

(너는) 닿기를 (바라다)

προσψαύοι

(그는) 닿기를 (바라다)

쌍수 προσψαύοιτον

(너희 둘은) 닿기를 (바라다)

προσψαυοίτην

(그 둘은) 닿기를 (바라다)

복수 προσψαύοιμεν

(우리는) 닿기를 (바라다)

προσψαύοιτε

(너희는) 닿기를 (바라다)

προσψαύοιεν

(그들은) 닿기를 (바라다)

명령법단수 προσψαύε

(너는) 닿아라

προσψαυέτω

(그는) 닿아라

쌍수 προσψαύετον

(너희 둘은) 닿아라

προσψαυέτων

(그 둘은) 닿아라

복수 προσψαύετε

(너희는) 닿아라

προσψαυόντων, προσψαυέτωσαν

(그들은) 닿아라

부정사 προσψαύειν

닿는 것

분사 남성여성중성
προσψαυων

προσψαυοντος

προσψαυουσα

προσψαυουσης

προσψαυον

προσψαυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσψαύομαι

(나는) 닿여진다

προσψαύει, προσψαύῃ

(너는) 닿여진다

προσψαύεται

(그는) 닿여진다

쌍수 προσψαύεσθον

(너희 둘은) 닿여진다

προσψαύεσθον

(그 둘은) 닿여진다

복수 προσψαυόμεθα

(우리는) 닿여진다

προσψαύεσθε

(너희는) 닿여진다

προσψαύονται

(그들은) 닿여진다

접속법단수 προσψαύωμαι

(나는) 닿여지자

προσψαύῃ

(너는) 닿여지자

προσψαύηται

(그는) 닿여지자

쌍수 προσψαύησθον

(너희 둘은) 닿여지자

προσψαύησθον

(그 둘은) 닿여지자

복수 προσψαυώμεθα

(우리는) 닿여지자

προσψαύησθε

(너희는) 닿여지자

προσψαύωνται

(그들은) 닿여지자

기원법단수 προσψαυοίμην

(나는) 닿여지기를 (바라다)

προσψαύοιο

(너는) 닿여지기를 (바라다)

προσψαύοιτο

(그는) 닿여지기를 (바라다)

쌍수 προσψαύοισθον

(너희 둘은) 닿여지기를 (바라다)

προσψαυοίσθην

(그 둘은) 닿여지기를 (바라다)

복수 προσψαυοίμεθα

(우리는) 닿여지기를 (바라다)

προσψαύοισθε

(너희는) 닿여지기를 (바라다)

προσψαύοιντο

(그들은) 닿여지기를 (바라다)

명령법단수 προσψαύου

(너는) 닿여져라

προσψαυέσθω

(그는) 닿여져라

쌍수 προσψαύεσθον

(너희 둘은) 닿여져라

προσψαυέσθων

(그 둘은) 닿여져라

복수 προσψαύεσθε

(너희는) 닿여져라

προσψαυέσθων, προσψαυέσθωσαν

(그들은) 닿여져라

부정사 προσψαύεσθαι

닿여지는 것

분사 남성여성중성
προσψαυομενος

προσψαυομενου

προσψαυομενη

προσψαυομενης

προσψαυομενον

προσψαυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσψαύσω

(나는) 닿겠다

προσψαύσεις

(너는) 닿겠다

προσψαύσει

(그는) 닿겠다

쌍수 προσψαύσετον

(너희 둘은) 닿겠다

προσψαύσετον

(그 둘은) 닿겠다

복수 προσψαύσομεν

(우리는) 닿겠다

προσψαύσετε

(너희는) 닿겠다

προσψαύσουσιν*

(그들은) 닿겠다

기원법단수 προσψαύσοιμι

(나는) 닿겠기를 (바라다)

προσψαύσοις

(너는) 닿겠기를 (바라다)

προσψαύσοι

(그는) 닿겠기를 (바라다)

쌍수 προσψαύσοιτον

(너희 둘은) 닿겠기를 (바라다)

προσψαυσοίτην

(그 둘은) 닿겠기를 (바라다)

복수 προσψαύσοιμεν

(우리는) 닿겠기를 (바라다)

προσψαύσοιτε

(너희는) 닿겠기를 (바라다)

προσψαύσοιεν

(그들은) 닿겠기를 (바라다)

부정사 προσψαύσειν

닿을 것

분사 남성여성중성
προσψαυσων

προσψαυσοντος

προσψαυσουσα

προσψαυσουσης

προσψαυσον

προσψαυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσψαύσομαι

(나는) 닿여지겠다

προσψαύσει, προσψαύσῃ

(너는) 닿여지겠다

προσψαύσεται

(그는) 닿여지겠다

쌍수 προσψαύσεσθον

(너희 둘은) 닿여지겠다

προσψαύσεσθον

(그 둘은) 닿여지겠다

복수 προσψαυσόμεθα

(우리는) 닿여지겠다

προσψαύσεσθε

(너희는) 닿여지겠다

προσψαύσονται

(그들은) 닿여지겠다

기원법단수 προσψαυσοίμην

(나는) 닿여지겠기를 (바라다)

προσψαύσοιο

(너는) 닿여지겠기를 (바라다)

προσψαύσοιτο

(그는) 닿여지겠기를 (바라다)

쌍수 προσψαύσοισθον

(너희 둘은) 닿여지겠기를 (바라다)

προσψαυσοίσθην

(그 둘은) 닿여지겠기를 (바라다)

복수 προσψαυσοίμεθα

(우리는) 닿여지겠기를 (바라다)

προσψαύσοισθε

(너희는) 닿여지겠기를 (바라다)

προσψαύσοιντο

(그들은) 닿여지겠기를 (바라다)

부정사 προσψαύσεσθαι

닿여질 것

분사 남성여성중성
προσψαυσομενος

προσψαυσομενου

προσψαυσομενη

προσψαυσομενης

προσψαυσομενον

προσψαυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέψαυον

(나는) 닿고 있었다

προσέψαυες

(너는) 닿고 있었다

προσέψαυεν*

(그는) 닿고 있었다

쌍수 προσεψαύετον

(너희 둘은) 닿고 있었다

προσεψαυέτην

(그 둘은) 닿고 있었다

복수 προσεψαύομεν

(우리는) 닿고 있었다

προσεψαύετε

(너희는) 닿고 있었다

προσέψαυον

(그들은) 닿고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεψαυόμην

(나는) 닿여지고 있었다

προσεψαύου

(너는) 닿여지고 있었다

προσεψαύετο

(그는) 닿여지고 있었다

쌍수 προσεψαύεσθον

(너희 둘은) 닿여지고 있었다

προσεψαυέσθην

(그 둘은) 닿여지고 있었다

복수 προσεψαυόμεθα

(우리는) 닿여지고 있었다

προσεψαύεσθε

(너희는) 닿여지고 있었다

προσεψαύοντο

(그들은) 닿여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ εἶπεν Καὶ ὑμῖν τοῖσ νομικοῖσ οὐαί, ὅτι φορτίζετε τοὺσ ἀνθρώπουσ φορτία δυσβάστακτα, καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖσ φορτίοισ. (, chapter 3 555:1)

    (, chapter 3 555:1)

유의어

  1. 닿다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION