헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσχάσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσχάσκω προσέχανον προσκέχηνα

형태분석: προς (접두사) + χάσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 떨어지다, 넘어지다, 쓰러지다, 빗방울을 떨어뜨리다
  1. to gape or stare open-mouthed at, fall, with loud cries

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσχάσκω

(나는) 떨어진다

προσχάσκεις

(너는) 떨어진다

προσχάσκει

(그는) 떨어진다

쌍수 προσχάσκετον

(너희 둘은) 떨어진다

προσχάσκετον

(그 둘은) 떨어진다

복수 προσχάσκομεν

(우리는) 떨어진다

προσχάσκετε

(너희는) 떨어진다

προσχάσκουσιν*

(그들은) 떨어진다

접속법단수 προσχάσκω

(나는) 떨어지자

προσχάσκῃς

(너는) 떨어지자

προσχάσκῃ

(그는) 떨어지자

쌍수 προσχάσκητον

(너희 둘은) 떨어지자

προσχάσκητον

(그 둘은) 떨어지자

복수 προσχάσκωμεν

(우리는) 떨어지자

προσχάσκητε

(너희는) 떨어지자

προσχάσκωσιν*

(그들은) 떨어지자

기원법단수 προσχάσκοιμι

(나는) 떨어지기를 (바라다)

προσχάσκοις

(너는) 떨어지기를 (바라다)

προσχάσκοι

(그는) 떨어지기를 (바라다)

쌍수 προσχάσκοιτον

(너희 둘은) 떨어지기를 (바라다)

προσχασκοίτην

(그 둘은) 떨어지기를 (바라다)

복수 προσχάσκοιμεν

(우리는) 떨어지기를 (바라다)

προσχάσκοιτε

(너희는) 떨어지기를 (바라다)

προσχάσκοιεν

(그들은) 떨어지기를 (바라다)

명령법단수 προσχάσκε

(너는) 떨어져라

προσχασκέτω

(그는) 떨어져라

쌍수 προσχάσκετον

(너희 둘은) 떨어져라

προσχασκέτων

(그 둘은) 떨어져라

복수 προσχάσκετε

(너희는) 떨어져라

προσχασκόντων, προσχασκέτωσαν

(그들은) 떨어져라

부정사 προσχάσκειν

떨어지는 것

분사 남성여성중성
προσχασκων

προσχασκοντος

προσχασκουσα

προσχασκουσης

προσχασκον

προσχασκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσχάσκομαι

(나는) 떨어져진다

προσχάσκει, προσχάσκῃ

(너는) 떨어져진다

προσχάσκεται

(그는) 떨어져진다

쌍수 προσχάσκεσθον

(너희 둘은) 떨어져진다

προσχάσκεσθον

(그 둘은) 떨어져진다

복수 προσχασκόμεθα

(우리는) 떨어져진다

προσχάσκεσθε

(너희는) 떨어져진다

προσχάσκονται

(그들은) 떨어져진다

접속법단수 προσχάσκωμαι

(나는) 떨어져지자

προσχάσκῃ

(너는) 떨어져지자

προσχάσκηται

(그는) 떨어져지자

쌍수 προσχάσκησθον

(너희 둘은) 떨어져지자

προσχάσκησθον

(그 둘은) 떨어져지자

복수 προσχασκώμεθα

(우리는) 떨어져지자

προσχάσκησθε

(너희는) 떨어져지자

προσχάσκωνται

(그들은) 떨어져지자

기원법단수 προσχασκοίμην

(나는) 떨어져지기를 (바라다)

προσχάσκοιο

(너는) 떨어져지기를 (바라다)

προσχάσκοιτο

(그는) 떨어져지기를 (바라다)

쌍수 προσχάσκοισθον

(너희 둘은) 떨어져지기를 (바라다)

προσχασκοίσθην

(그 둘은) 떨어져지기를 (바라다)

복수 προσχασκοίμεθα

(우리는) 떨어져지기를 (바라다)

προσχάσκοισθε

(너희는) 떨어져지기를 (바라다)

προσχάσκοιντο

(그들은) 떨어져지기를 (바라다)

명령법단수 προσχάσκου

(너는) 떨어져져라

προσχασκέσθω

(그는) 떨어져져라

쌍수 προσχάσκεσθον

(너희 둘은) 떨어져져라

προσχασκέσθων

(그 둘은) 떨어져져라

복수 προσχάσκεσθε

(너희는) 떨어져져라

προσχασκέσθων, προσχασκέσθωσαν

(그들은) 떨어져져라

부정사 προσχάσκεσθαι

떨어져지는 것

분사 남성여성중성
προσχασκομενος

προσχασκομενου

προσχασκομενη

προσχασκομενης

προσχασκομενον

προσχασκομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέχασκον

(나는) 떨어지고 있었다

προσέχασκες

(너는) 떨어지고 있었다

προσέχασκεν*

(그는) 떨어지고 있었다

쌍수 προσεχάσκετον

(너희 둘은) 떨어지고 있었다

προσεχασκέτην

(그 둘은) 떨어지고 있었다

복수 προσεχάσκομεν

(우리는) 떨어지고 있었다

προσεχάσκετε

(너희는) 떨어지고 있었다

προσέχασκον

(그들은) 떨어지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεχασκόμην

(나는) 떨어져지고 있었다

προσεχάσκου

(너는) 떨어져지고 있었다

προσεχάσκετο

(그는) 떨어져지고 있었다

쌍수 προσεχάσκεσθον

(너희 둘은) 떨어져지고 있었다

προσεχασκέσθην

(그 둘은) 떨어져지고 있었다

복수 προσεχασκόμεθα

(우리는) 떨어져지고 있었다

προσεχάσκεσθε

(너희는) 떨어져지고 있었다

προσεχάσκοντο

(그들은) 떨어져지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέχανον

(나는) 떨어졌다

προσέχανες

(너는) 떨어졌다

προσέχανεν*

(그는) 떨어졌다

쌍수 προσεχάνετον

(너희 둘은) 떨어졌다

προσεχανέτην

(그 둘은) 떨어졌다

복수 προσεχάνομεν

(우리는) 떨어졌다

προσεχάνετε

(너희는) 떨어졌다

προσέχανον

(그들은) 떨어졌다

명령법단수 προσχάνε

(너는) 떨어졌어라

προσχανέτω

(그는) 떨어졌어라

쌍수 προσχάνετον

(너희 둘은) 떨어졌어라

προσχανέτων

(그 둘은) 떨어졌어라

복수 προσχάνετε

(너희는) 떨어졌어라

προσχανόντων

(그들은) 떨어졌어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 떨어지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION